λείουσι
1λειοῦσι — λειόω make smooth pres part act masc/neut dat pl (attic ionic) λειόω make smooth pres ind act 3rd pl (attic ionic) …
2λείουσι — λέων masc dat pl (attic epic doric ionic) …
3λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ …
4λειοντοπάλης — λειοντοπάλης, ου, δωρ. τ. λειοντοπάλας, ὁ (Α) αυτός που παλεύει με λιοντάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέων, οντος + πάλης (< πάλη), πρβλ. μονο πάλης, οπλιτο πάλης. Το ει τού τ. λέων οφείλεται σε μετρική έκταση (πρβλ. δοτ. πληθ. λείουσι)] …