λαήμενάι

  • 1лаять — лаю, лай, укр. лаяти, лая свора (собак) , блр. лаiць, др. русск. лаɪати лаять, ругать , лаи ссора, хула , ст. слав. лаѩти ὑλακτεῖν, ἐνεδρεύειν (Супр.), болг. лая лаю , сербохорв. ла̏jати, ла̏jе̑м, словен. lâjati, lâjem, чеш. lati, laji лаять;… …

    Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • 2γλάρος — Κοινή ονομασία διάφορων στεγανοπόδων πτηνών της οικογένειας των λαριδών. Λέγεται και λάρος. Ο γ. έχει σώμα ατρακτοειδές και φτερούγες πολύ μακριές και μάλλον μυτερές· η ουρά του έχει μέτριες διαστάσεις, ενώ η άκρη της είναι ελαφρά στρογγυλεμένη ή …

    Dictionary of Greek