λαχανάριον

  • 1λαχανάριον — λαχανάριον, τὸ (Α) μικρό λάχανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάχανον + κατάλ. άριον* (< λατ. κατάλ. arium)] …

    Dictionary of Greek

  • 2λάχανο — Κοινή ονομασία δικοτυλήδονων φυτών του γένους Brassica, της οικογένειας cruciferae. Το γένος αυτό περιλαμβάνει 50 διαφορετικά είδη που απαντούν στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αφρική. Η αυτοφυής μορφή του λ. απαντάται στις άκρες του Ατλαντικού,… …

    Dictionary of Greek