λαχανική

  • 1λαχανικός — ή, ό (Α λαχανικός, ή, όν) [λάχανον] νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα λαχανικά τα χορταρικά που χρησιμοποιούνται στη διατροφή τού ανθρώπου, ιδίως τα κηπευτικά, ζαρζαβατικά αρχ. 1. λαχανηρός* 2. (το ουδ. ή το θηλ. ως ουσ.) τὸ λαχανικὸν ή ἡ… …

    Dictionary of Greek