λαχάνιον
1λαχάνιον — λαχάνιον, τὸ (ΑM) [λάχανον] μικρό λάχανο …
2λαχάνιον — b neut nom/voc/acc sg λαχάνιος garden masc acc sg λαχάνιος garden neut nom/voc/acc sg …
3λαχανίοις — λαχάνιον b neut dat pl λαχάνιος garden masc/neut dat pl λαχαίνω y fut opt act 2nd sg (doric) …
4λάχανο — Κοινή ονομασία δικοτυλήδονων φυτών του γένους Brassica, της οικογένειας cruciferae. Το γένος αυτό περιλαμβάνει 50 διαφορετικά είδη που απαντούν στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αφρική. Η αυτοφυής μορφή του λ. απαντάται στις άκρες του Ατλαντικού,… …