λατοΐδας

  • 1Λατοίδας — Λᾱτοΐδᾱς , Λητοίδης son of Leto masc acc pl (doric) Λᾱτοΐδᾱς , Λητοίδης son of Leto masc nom sg (epic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2Λητοΐδης — Λητοΐδης, αιολ., και δωρ. τ. Λατοΐδας, ὁ (Α) [Λητώ] ο γιος τής Λητούς, ο Απόλλων …

    Dictionary of Greek

  • 3χαιτήεις — και δωρ. τ. χαιτάης και ιων. τ. χαιτέης, εσσα, εν, Α 1. (για τον Απόλλωνα ή για τους Γάλλους, τους ιερείς τής Κυβέλης) αυτός που έχει μακριά μαλλιά, κόμη που κυματίζει (α. «ὁ χαιτάεις... Λατοΐδας», Πίνδ. β. «Γάλλος ὁ χαιτάεις, ὁ νεήτομος», Ανθ.… …

    Dictionary of Greek