λας

  • 41πέτρος — I Όνομα αγίων της Ανατ. και της Δυτ. Oρθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ένας από τους δώδεκα Απόστολους, τιμώμενος ως μια από τις μεγαλύτερες μορφές του χριστιανισμού. Το αρχικό όνομά του, που αλλάχτηκε από τον Ιησού σε Κηφά (πέτρα), ήταν Σίμων· γιος του… …

    Dictionary of Greek

  • 42ροντέο — (rodeo). Θέαμα που παρουσιάζουν οι «κάου μπόις» σε κατάλληλους χώρους για να επιδείξουν την ικανότητα των αγωνιζόμενων να δαμάζουν ατίθασα ζώα (ο όρος κατάγεται από το ισπανικό rodear και στο αμερικανικό Γουέστ σημαίνει και την κύκλωση των ζώων… …

    Dictionary of Greek

  • 43χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… …

    Dictionary of Greek

  • 44Αλφόνσος — I (AlfonsoAlphonso). Όνομα βασιλιάδων και ηγεμόνων των ισπανικών κρατιδίων των Αστουριών, της Λεόνε, της Γαλικίας και της Καστίλης (1 11), καθώς και του ενωμένου κράτους της Ισπανίας (12 13). Η λέξη προέρχεται από παραφθορά του τευτονικού… …

    Dictionary of Greek

  • 45αντιαποικιοκρατία — Θεωρητική θέση που είναι αντίθετη σε κάθε μορφή αποικιακής εκμετάλλευσης. Οι πρώτες εκδηλώσεις της συμπίπτουν με τις πρώτες υπερπόντιες κατακτήσεις. Η πολιτική της α. συνίσταται στην αρχή της πλήρους αυτοκυβέρνησης και στην καταγγελία της… …

    Dictionary of Greek

  • 46Βολιβία — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει στα Β και στα ΒΑ με τη Βραζιλία, στα Δ με το Περού και τη Χιλή και στα Ν με την Αργεντινή και την Παραγουάη.Η Β. είναι η μοναδική χώρα της Νότιας Αμερικής, μαζί με την Παραγουάη, που δεν έχει έξοδο προς τη… …

    Dictionary of Greek

  • 47Γκαλεάνο, Εδουάρδο — (Eduardo Galeano, Μοντεβίδεο 1940 –). Ουρουγουανός συγγραφέας και δημοσιογράφος. Υπήρξε διευθυντής της εφημερίδας Epoca και του περιοδικού Marcha. Η δημοσίευση του έργου του Οι ανοιχτές φλέβες της Λατινικής Αμερικής (1971) τον καταξίωσε ως έναν… …

    Dictionary of Greek

  • 48Γκαλέλα, Ρον — (Ron Galella, Μπρονξ, Νέα Υόρκη 1931 –). Αμερικανός φωτογράφος. Αποφοίτησε από το Art Center College of Design της Πασαντίνα, με πτυχίο στις επαγγελματικές τέχνες. Ξεκίνησε με αεροφωτογραφίες και χερσαίες φωτογραφίες στον Πόλεμο της Κορέας και… …

    Dictionary of Greek

  • 49Γκουανταλκιβίρ — (Guadalquivir).Ποταμός (680 χλμ.) της νότιας Ισπανίας, που εκρέει στον Ατλαντικό ωκεανό, ο Baetis των Ρωμαίων και ο Ουάντι ελ Κεμπίρ (Μεγάλος Ποταμός) των Αράβων. Έχει λεκάνη απορροής 56.000 τ. χλμ. Πηγάζει σε ύψος 1.400 μ., μεταξύ της Σιέρα ντελ …

    Dictionary of Greek

  • 50Γουατεμάλα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γουατεμάλας Έκταση: 108.890 τ.χλμ Πληθυσμός: 11.986.558 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Γουατεμάλα (1.090.310 κάτ. το 2002)Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει Β και ΒΔ με το Μεξικό, Α με την Μπελίζ και την Ονδούρα,… …

    Dictionary of Greek