Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

λαρύγγι

  • 1 горло

    горло с о λαιμός, το λαρύγγι дыхательное \горло η τραχεία у меня болит \горло έχω τα λαιμά μου в \горлое пересохло ξεράθηκε το λαρύγγι μου ◇ я занят по \горло είμαι πνιγμένος στη δουλειά
    * * *
    с
    ο λαιμός, το λαρύγγι

    дыха́тельное гор́ло — η τραχεία

    у меня́ боли́т гор́ло — έχω τα λαιμά μου

    в гор́ле пересо́хло — ξεράθηκε το λαρύγγι μου

    ••

    я за́нят по гор́ло — είμαι πνιγμένος στη δουλειά

    Русско-греческий словарь > горло

  • 2 горло

    горл||о
    с ὁ λαιμός, τό λαρύγγι:
    дыхательное \горло ἡ τραχεία (αρτηρία)· першит в \горлое κάτι μοῦ γαργαλάει τό λαιμό· в \горлое пересохло στέγνωσε (или ξεράθηκε) τό λαρύγγι μου· ◊ (кричать) во все \горло разг βγάζω τό λαιμό μου, ξελαρυγγίζομαι, βγάζω τά πνευμόνια μου· я занят по \горло εἶμαι πνιγμένος στή δουλειά· промочить \горло разг βρέχω τό λαρύγγι· стать поперек \горлоа кому́-л. κάθομαι στό λαιμό κάποιου· быть сытым по \горло разг ἔχω βαρεθεί κάτι, χορταίνω μέ τό παραπάνω· взять за \горло πιάνω ἀπ' τό λαιμό· пристать с но́-жо́м к \горлоу βάζω τό μαχαίρι στό λαιμό.

    Русско-новогреческий словарь > горло

  • 3 гортань

    гортань ж о λάρυγγας, το λαρύγγι
    * * *
    ж
    ο λάρυγγας, το λαρύγγι

    Русско-греческий словарь > гортань

  • 4 гортань

    ο λάρυγγας, το λαρύγγι
    -ный λαρυγγικός, λαρυγγόφωνος (για τον ήχο)

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гортань

  • 5 глотка

    глот||ка
    ж анат. ὁ φάρυγγας, ὁ φάρυγξ, τό λαρύγγι· ◊ заткну́ть \глоткаку кому-л. груб. βουλώνω τό στόμα κάποιου· драть \глоткаку груб. ξελαρυγγίζομαν во всю \глоткаку ξεφωνητά.

    Русско-новогреческий словарь > глотка

  • 6 гортань

    горта||нь
    ж ὁ λάρυγγας, τό λαρύγγι, ὁ λάρυγξ· ◊ у него язык прилип к \гортаньни разг κατάπιε τή γλώσσα του, ἔμεινε ἄναυδος.

    Русско-новогреческий словарь > гортань

  • 7 драть

    драть
    несов разг
    1. (рвать) (ξε)σκί-ζω:
    \драть обувь σκίζω τά παπούτσια·
    2. (отделять, снимать) ξεφλουδίζω, γδέρνω:
    \драть лыко ξεφλουδίζω· \драть крупу́ ξεφλουδίζω μπληγοῦρι· \драть шкуру с овцы γδέρνω τό πρόβατο·
    3. (сечь, пороть):
    \драть розгами δέρνω (или χτυπῶ) μέ τή βέργα· \драть за волосы τραβώ τά μαλλιά· \драть за уши στρίβω (или τραβώ) τά αὐτιά·
    4. (дорого брать) γδέρνω:
    \драть втридорога γδέρνω (τόν πελάτη)·
    5. (раздражать, царапать):
    бритва дерет τό ξυράφι γδέρνει· вино дерет горло τό κρασί ἐρεθίζει τό λαρύγγι· ◊ \драть го́рло (громко кричать) разг ξεφωνίζω, ξελαρυγγίζο-μαι· \драть нос (важничать) разг κορδώ-νομαι, σηκώνω τή μύτη μου· мороз дерет по коже ἀνατριχιάζω, μέ πιάνει ἀνατριχίλα.

    Русско-новогреческий словарь > драть

  • 8 дыхательный

    дыха́тельн||ый
    прил ἀναπνευστικός:
    \дыхательныйое горло ἡ τραχεία (αρτηρία), τό λαρύγγι.

    Русско-новогреческий словарь > дыхательный

  • 9 запершить

    заперши́||ть
    сов безл:
    у него́ \запершитьло в горле τόν γαργάλισε στό λαρύγγι.

    Русско-новогреческий словарь > запершить

  • 10 пересохнуть

    пересо́х||нуть
    сов см. пересыхать· у меня в горле \пересохнутьло μου στέγνωσε τό λαρύγγι.

    Русско-новогреческий словарь > пересохнуть

  • 11 свернуть

    свернуть
    сов см. свертывать· ◊ \свернуть кому́-л. голову, шею разг στρίβω τό λαρύγγι κάποιου· \свернуть себе шею на чем-л. разг σπάνω τό κεφάλι μου, σπάζω τά μοῦτρα μου.

    Русско-новогреческий словарь > свернуть

  • 12 глотка

    θ.
    1. φάρυγγας.
    2. (απλ.) λάρυγγας.
    εκφρ.
    во всю -у (орать, кричать,петьκ.τ.τ.) μ’ όλη τη δύναμη της φωνής, ξελαρυγγίζομαι•
    взять (брать) за -у – πιάνω από το λαιμό, το λαρύγγι.

    Большой русско-греческий словарь > глотка

  • 13 гортань

    θ.
    λάρυγγας, λαρύγγι•

    у него язык прилип к -и αυτός κατάπιε τη γλώσσα του (έμεινε άναυδος).

    Большой русско-греческий словарь > гортань

  • 14 пришить

    ρ.σ.μ.
    1. συρράπτω, ράβω•

    пришить кружева к юбке ράβω δαντέλα στη φούστα.

    2. στερεώνω, συνδέω, ενώνω•

    пришить гвоздями καρφώνω.

    3. μτφ. αδικοβγάζω, συκοφαντώ, κολλώ ρετσινιά.
    4. (απλ.) σκοτώνω, φονεύω, κόβω το λαρύγγι.

    Большой русско-греческий словарь > пришить

См. также в других словарях:

  • λαρύγγι — το (Α λαρύγγιον) [λάρυγξ] νεοελλ. 1. ο λάρυγγας 2. φρ. α) «θα τού στρίψω το λαρύγγι» θα τόν πνίξω β) «έβγαλα το λαρύγγι μου» φώναξα πάρα πολύ δυνατά αρχ. υποκορ. τού λάρυγξ. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαρύγγ ιον < θ. λαρυγγ (λάρυγξ) + υποκορ. κατάλ. ιον] …   Dictionary of Greek

  • λαρύγγι — το ιού, λάρυγγας (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λάρυγγι — λάρυγξ larynx masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

  • βόμβυξ — (I) ο (AM βόμβυξ, υκος) ο μεταξοσκώληκας αρχ. μετάξι. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. ανατολικής προελεύσεως πρβλ. οσμ. τουρκ. ambuk «βαμβάκι». Παράλληλα προς αυτό υπάρχει ο μσν. τ. πάμβαξ < περσ. ambak, από το οποίο προήλθε αφομοιωτικά και το βαμβάκι (ον) …   Dictionary of Greek

  • καθίημι — καθίημι, ιων. τ. κατίημι (Α) 1. ρίχνω προς τα κάτω, αφήνω να πέσει («ἃ γὰρ καθήσειν ὅπλ ἔμελλεν ἐς ἅλα», Ευρ.) 2. αφήνω κάτι να κρέμεται, να πέφτει («καὶ πρῶτον μὲν καθῆσαν εἰς ὤμους κόμας» άφησαν τα μαλλιά τους να πέσουν στους ώμους, Ευρ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • κολλώ — και κολνώ (AM κολλῶ, άω) 1. συνενώνω με κόλλα ή άλλο συνδετικό υλικό δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη τού ίδιου πράγματος, συγκολλώ (α. «μού κόλλησε το τασάκι που έσπασε» β. «τά δὲ νεῡρα... περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν», Πλάτ.) 2. συνδέω,… …   Dictionary of Greek

  • λάρυγγας — Κοίλο σωληνοειδές όργανο. Στα θηλαστικά παρεμβάλλεται μεταξύ φάρυγγα και τραχείας και, μεταξύ άλλων, είναι υπεύθυνο για την παραγωγή της φωνής. Ο λ. έχει σκελετό που αποτελείται από εννέα χόνδρους: ο μεγαλύτερος είναι ο θυρεοειδής χόνδρος, που… …   Dictionary of Greek

  • λαρύγγιον — λαρύγγιον, τὸ (Α) βλ. λαρύγγι …   Dictionary of Greek

  • στρίβω — και στρίφτω και στρίφω Ν 1. συστρέφω, περιστρέφω κάτι («κι εκείνος τ αποκρίθηκε και στρίφτει το μουστάκι», δημ. τραγούδι) 2. (αμτβ.) α) κάνω στροφή, συστρέφομαι («δεν ξέρω πώς έστριψε το τιμόνι, αφού δεν τό κούνησα») β) αλλάζω μέτωπο, μεταβάλλω… …   Dictionary of Greek

  • ύψωση — η / ὕψωσις, ώσεως, ΝΜΑ [ὑψῶ / ώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υψώνω, ανέγερση, σήκωμα 2. μτφ. εξύμνηση, έπαινος, εγκώμιο («αἱ ὑψώσεις τοῡ Θεοῡ ἐν λάρυγγι αὐτῶν», ΠΔ) νεοελλ. αύξηση τών τιμών, ανατίμηση νεοελλ. μσν. 1. εκκλ. α) η πράξη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»