λαρυγγολόγος
1λαρυγγολόγος — ο 1. αυτός που ασχολείται με τη λαρυγγολογία 2. γιατρός ειδικός για τις παθήσεις τού λάρυγγα …
2λαρυγγολόγος — ο, η ο γιατρός που έχει ειδικευτεί στις παθήσεις του λάρυγγα, της μύτης και των αυτιών …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …