-
1 сало
-
2 сало
салос τό λίπος, τό πάχος, τό λαρδί/ τό ξύγκι (нутряное)! τό στέαρ, τό ἀλειμμα (для технических целей). -
3 свиной
свин||ойприл χοιρινός, χοίρινος, γου-ρουνίσιος:\свинойая кожа τό γουρουνοπέτσι, τό γουρουνοτόμαρο, τό χοιρινό δέρμα· \свинойа́я отбивная χοιρινή κοτολεττα· \свинойое сало τό χοιρινό λίπος, τό λαρδί. -
4 шпик
шпик Iм (сало) τό λαρδί.шпик IIм (шпион) разг ὁ χαφιές, τό λαγωνικό. -
5 лярд
-а α.λαρδί. -
6 шпик
См. также в других словарях:
λαρδί — το (Μ λαρδίον και λάρδιον) χοιρομέρι νεοελλ. (τροφ. τεχνολ.) μαλακό, κρεμώδες, λευκό λίπος με υφή βουτύρου, που περιέχεται στον υποδερμικό ιστό ορισμένων παχύδερμων τετραπόδων και ορισμένων κητωδών και που καταναλανώνεται αλίπαστο ή καπνιστό.… … Dictionary of Greek
λαρδί — το ιού (λ. λατ.), χοιρινό λίπος παστό ή καπνιστό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαρδώνω — [λαρδί] χρησιμοποιώ λαρδί στο φαγητό … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
αλάρδιστος — η, ο [λαρδί] (για φαγητά) αυτός που δεν περιέχει λαρδί, δηλ. χοιρινό λίπος … Dictionary of Greek
λαρδίτικος — λαρδίτικος, η, ον (Μ) [λαρδί] φτειαγμένος από λαρδί … Dictionary of Greek
λαρδομαγερειά — λαρδομαγερειά, ἡ (Μ) φαγητό μαγειρεμένο με λαρδί. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαρδί + μαγερειά] … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
αλλαντικά — Προϊόντα, κυρίως από χοιρινό κρέας, που παρασκευάζονται με αλάτισμα (χοιρομέρι, σπάλα χοιρινή κλπ.) ή με κρέας ψιλοκομμένο και συντηρημένο μέσα σε περιβλήματα (σαλάμια, λουκάνικα κλπ.). To αλάτισμα, ως τρόπος συντήρησης των ωμών κρεάτων,… … Dictionary of Greek
λάρδιον — και λαρδίον, τὸ (Μ) βλ. λαρδί … Dictionary of Greek
λίπος — το (AM λίπος, ους) ουσία ζωικής ή φυτικής προέλευσης, μη πτητική, αδιάλυτη στο νερό, ελαιώδης ή γλοιώδης στην αφή, κν. πάχος (α. «φυτικό λίπος» β. «ζωικό λίπος» γ. «λίπος ἐλαίας», Σοφ.) νεοελλ. 1. (ανατ. φυσιολ.) το σύνολο ή μέρος τού λιπώδους… … Dictionary of Greek