Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

λαρδί

См. также в других словарях:

  • λαρδί — το (Μ λαρδίον και λάρδιον) χοιρομέρι νεοελλ. (τροφ. τεχνολ.) μαλακό, κρεμώδες, λευκό λίπος με υφή βουτύρου, που περιέχεται στον υποδερμικό ιστό ορισμένων παχύδερμων τετραπόδων και ορισμένων κητωδών και που καταναλανώνεται αλίπαστο ή καπνιστό.… …   Dictionary of Greek

  • λαρδί — το ιού (λ. λατ.), χοιρινό λίπος παστό ή καπνιστό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαρδώνω — [λαρδί] χρησιμοποιώ λαρδί στο φαγητό …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • αλάρδιστος — η, ο [λαρδί] (για φαγητά) αυτός που δεν περιέχει λαρδί, δηλ. χοιρινό λίπος …   Dictionary of Greek

  • λαρδίτικος — λαρδίτικος, η, ον (Μ) [λαρδί] φτειαγμένος από λαρδί …   Dictionary of Greek

  • λαρδομαγερειά — λαρδομαγερειά, ἡ (Μ) φαγητό μαγειρεμένο με λαρδί. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαρδί + μαγερειά] …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • αλλαντικά — Προϊόντα, κυρίως από χοιρινό κρέας, που παρασκευάζονται με αλάτισμα (χοιρομέρι, σπάλα χοιρινή κλπ.) ή με κρέας ψιλοκομμένο και συντηρημένο μέσα σε περιβλήματα (σαλάμια, λουκάνικα κλπ.). To αλάτισμα, ως τρόπος συντήρησης των ωμών κρεάτων,… …   Dictionary of Greek

  • λάρδιον — και λαρδίον, τὸ (Μ) βλ. λαρδί …   Dictionary of Greek

  • λίπος — το (AM λίπος, ους) ουσία ζωικής ή φυτικής προέλευσης, μη πτητική, αδιάλυτη στο νερό, ελαιώδης ή γλοιώδης στην αφή, κν. πάχος (α. «φυτικό λίπος» β. «ζωικό λίπος» γ. «λίπος ἐλαίας», Σοφ.) νεοελλ. 1. (ανατ. φυσιολ.) το σύνολο ή μέρος τού λιπώδους… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»