λαξεύω
1λαξεύω — hew in stone pres subj act 1st sg λαξεύω hew in stone pres ind act 1st sg …
2λαξεύω — λαξεύω, λάξεψα και λάξευσα βλ. πίν. 17 , βλ. πίν. 19 …
3λαξεύω — (AM λαξεύω) [λαξόος] σκαλίζω λίθους ή ξύλα με πελέκημα νεοελλ. μτφ. κατασκευάζω ή επεξεργάζομαι κάτι με τέχνη («λαξευμένο ύφος») …
4λαξεύω — λάξεψα, λαξεμένος 1. σκαλίζω, σμιλεύω μάρμαρο, πέτρα ή ξύλο: Στην αρχαιότητα συχνά λάξευαν τάφους σε βράχους. 2. επεξεργάζομαι με τέχνη, κάνω κάτι γλαφυρό: Λαξεμένα κείμενα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5λαξεύσω — λαξεύω hew in stone aor subj act 1st sg λαξεύω hew in stone fut ind act 1st sg λαξεύω hew in stone aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …
6λελαξευμένα — λαξεύω hew in stone perf part mp neut nom/voc/acc pl λελαξευμένᾱ , λαξεύω hew in stone perf part mp fem nom/voc/acc dual λελαξευμένᾱ , λαξεύω hew in stone perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …
7αναλαξεύω — λαξεύω εκ νέου ή επιμελώς, ξαναλαξεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + λαξεύω. ΠΑΡ. αναλάξευμα, αναλάξευση. Ο τ. μαρτυρείται στον Ευγένιο Βούλγαρι] …
8λαξεύει — λαξεύω hew in stone pres ind mp 2nd sg λαξεύω hew in stone pres ind act 3rd sg …
9λελαξευμέναι — λαξεύω hew in stone perf part mp fem nom/voc pl λελαξευμένᾱͅ , λαξεύω hew in stone perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …
10λελαξευμένον — λαξεύω hew in stone perf part mp masc acc sg λαξεύω hew in stone perf part mp neut nom/voc/acc sg …