λαξεύω
51διαγλύφω — (Α διαγλύφω) κοιλαίνω, λαξεύω με τη γλυφίδα κάποια στερεά ύλη αρχ. εγχαράσσω, σκαλίζω εντελώς, σε τρεις διαστάσεις 2. ιατρ. διευθετώ, διαπλάσσω …
52εκλαξεύω — ἐκλαξεύω (AM) λαξεύω, σκαλίζω πάνω στην πέτρα …
53ενλαξεύω — (Α ἐνλαξεύω) λαξεύω, εγγλύφω κάπου ή μέσα σε κάτι, χαράσσω μέσα ή πάνω σε κάτι …
54θεολάξευτος — θεολάξευτος, ον (Μ) ο λαξεμένος από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + λαξεύω] …
55καλεμίζω — [καλέμι] γλύφω, δηλ. λαξεύω, σκαλίζω με το καλέμι …
56καταλαξεύω — (Μ) 1. λαξεύω, πελεκώ λίθους 2. χαράζω πάνω σε πέτρα …
57κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… …
58λαξεία — λαξεία, ἡ (Α) [λαξεύω] η λάξευση …
59λαξευτήρι — (AM λατευτήριον) [λαξεύω] λαξευτικό εργαλείο, η σμίλη τού λιθοξόου …
60λαξευτής — ο (AM λαξευτής) [λαξεύω] αυτός που σμιλεύει μορφές ή παραστάσεις σε πέτρα ή μάρμαρο, λιθοξόος, γλύπτης …