λαμπάζω
1λαμπάζῃ — λαμπάζω pres subj mp 2nd sg λαμπάζω pres ind mp 2nd sg λαμπάζω pres subj act 3rd sg …
2λάμπασμα — το [λαμπάζω] 1. προσβολή από στοιχειά, καθώς και η θόλωση τού νου που προέρχεται από αυτήν 2. στον πληθ. τα λαμπάσματα φαντάσματα, βρικόλακες …
3λαμπασίον — λαμπασίον, τὸ (Μ) φρενοβλάβεια, παραφροσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < διαλ. τ. λαμπάσσω, λαμπάζω «φωτίζω, τρελαίνω»] …