λαμπυρίς
1λαμπυρίς — glow worm fem nom sg …
2λαμπυρίς — η (AM λαμπυρίς, ίδος) βλ. λαμπυρίδα …
3λαμπυρίδα — λαμπυρίς glow worm fem acc sg …
4λαμπυρίδες — λαμπυρίς glow worm fem nom/voc pl …
5λαμπυρίδος — λαμπυρίς glow worm fem gen sg …
6λαμπυρίδων — λαμπυρίς glow worm fem gen pl …
7λαμπυρίσιν — λαμπυρίς glow worm fem dat pl …
8λαμπυρίδα — και λαμπυρίς, η (AM λαμπυρίς, ίδος) γένος κολεόπτερων νυκτόβιων φωτογόνων εντόμων που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια λαμπυρίδες, κυ. πυγολαμπίδα, κολοφωτιά μσν. η φλόγα τής φωτιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπυλίς, με ανομοίωση …
9λάμπουρις — λάμπουρις, ιδος, ἡ (Α) 1. η αλεπού 2. (δ. γρφ. τού λαμπυρίς) η πυγολαμπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λάμπρ ουρις, με ανομοίωση, < λαμπρός + οὐρά] …
10λάμπυρος — λάμπυρος, ὁ (Μ) το έντομο λαμπυρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λαμπυρίς] …
- 1
- 2