-
1 λαμπρός
[ламброс] εκ. великолепный, прекрасный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > λαμπρός
-
2 блестящий
блестящий 1) λαμπρός αστραποβόλος (сверкающий ) 2) (превосходный) υπέροχος \блестящийие достижения τα λαμπρά αποτελέσματα* * *1) λαμπρός; αστραποβόλος ( сверкающий)2) ( превосходный) υπέροχοςблестя́щие достиже́ния — τα λαμπρά αποτελέσματα
-
3 яркий
яркий прям., переп. λαμπρός; χτυπητός (о цвете ) φωτεινός (светлый}· \яркий пример το λαμπρό παράδειγμα* * *прям. перен.я́ркий приме́р — το λαμπρό παράδειγμα
-
4 блестящий
блестящий1. прич. от блестеть;2. прил λαμπρός, στιλπνός, φωτοβόλος, σπινθηροβόλος;3. прил перен λαμπρός, θαυμάσιος, περίφημος:\блестящий успех ἡ λαμπρή ἐπιτυχία. -
5 доблестный
επ. -тен, тна, -тно (υψ. ύφος) αντρείος, γενναίος, ένδοξος, λαμπρός,δοξασμένος•-ые военные силы γενναίες στρατιωτικές δυνάμεις•
доблестный подвиг λαμπρό κατόρθωμα•
-ая армия ένδοξος στρατός.
|| εξαίρετος, εξαιρε• доблестныйτικός•доблестный муж λαμπρός σύζυγος.
|| ηρωικός•-ая защита ηρωική υπεράσπιση (αντίσταση)•
доблестный труд ηρωική δουλειά.
-
6 Баллы Бофорта
Βαθμίδες μποφόρ (Bcaufort)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > Баллы Бофорта
-
7 блистательный
блистательн||ыйприл λαμπρός, ἐκ-παγλος, μεγαλοπρεπής, περίλαμπρος:\блистательный успех ἡ λαμπρή ἐπιτυχία; \блистательныйая красота ἡ ἐκπαγλη καλλονή. -
8 великолепиеный
великолепие||ныйприл1. (пышный) μεγαλοπρεπής, λαμπρός, πολυτελής·2. (очень хороший) ἐξαίρετος, ἐξαίσιος, θαυμάσιος:\великолепиеныйная книга θαυμάσιο βιβλίο· \великолепиеныйный оратор ὁ δεινός ρήτορας. -
9 лучезарный
лучезарныйприл1. γεμάτος <ρῶς, ἀκτινοβόλος·2. перен (о мечтах и т.п.) φωτεινός, λαμπρός·3. перен (о глазах и т. ἡ.) πού ἀστράφτει (ἀπό χαράν). -
10 превосходный
превосходн||ыйприл ὑπέροχος, ἔξο-χος, θαυμάσιος, λαμπρός / τέλειος (совершенный)· ◊ \превосходныйая степень грам. ὁ ὑπερθετικός βαθμός. -
11 пышный
пышн||ыйприл1. (великолепный) μεγαλοπρεπής, πολυτελής/ λαμπρός (роскошный)/ πλούσιος (богатый)/ πομπώδης (помпезный):\пышныйая растительность ὁργιώδης βλάστηση·2. (о волосах и т. п.) πλούσιος, πυκνός· ◊ \пышныйый пиро́г ἡ φουσκωτή πήττα. -
12 сверкающий
сверк||а́ющийприч. и прил ἀστραφτερός, λαμπρός. -
13 сияющий
сия||ющий1. прич. и прил λαμπρός, λαμπερός, φεγγοβόλος, ἀστραφτερός·2. прил перен φωτεινός. -
14 солнечный
солнечн||ыйприл1. ἡλιακός:\солнечный свет τό ἡλιακό φως· \солнечный спектр τό ἡλιακό φάσμα· \солнечныйые лучи́ οἱ ἡλιακές ἀκτίνες· \солнечныйое затмение ἡ ἔκλειψις (τοῦ) ἡλίου·2. (наполненный светом солнца) εὐήλιος, προσήλιος, ήλιοφώτιστος:\солнечный день ἡ ἡλιόλουστη μέρα, ἡ λιακάδα· \солнечныйая комната τό εὐήλιο δωμάτιο·3. перен (радужный) λαμπρός, χαρούμενος, λιόχαρος· ◊ \солнечный удар ἡ ἡλίαση [-ις], ἡ σειρίαση, ἡ ἡλιο-πληξία· \солнечныйые ванны τά ήλιόλουτρα· \солнечныйые часы τό ἡλιακό ὠρολόγιο, ἡ μεριδιάνα· \солнечныйое сплетение анат· τό ήλιακό[ν] πλέγμα. -
15 шикарный
шикарныйприл κομψός, λαμπρός. -
16 яркий
ярк||ийприл прям., перен φωτεινός, λαμπρός (тж. перен)/ φανταχτερός, χτυπητός (тж. о цвете):\яркий блеск ἡ ζωηρή λάμψη· \яркий цвет τό χτυπητό χρώμα· \яркийое солнце φωτεινός ήλιος· \яркийое у́тро ἡλιόλουστο πρωινό· \яркийая личность φαεινή προ-σωπικότης· \яркийий талант τό φωτεινό ταλέντο· \яркий пример τό λαμπρό (или χτυπητό) παράδειγμα· \яркийο выраженный Εντονος. -
17 сверкающий
[σβιρκάγιουστσιΤ] επ. λαμπρός -
18 сверкающий
[σβιρκάγιουστσιΤ] επ λαμπρός -
19 блестящий
επ., βρ: -тящ, -а, -еλαμπρός, σπινθηροβόλος•-ие глаза σπινθηροβόλα μάτια.
|| μτφ. πολυτελής•блестящий наряд λαμπρή στολή.
|| εξαιρετικός, έξοχος, υπέροχος•блестящий оратор υπέροχος ρήτορας•
блестящий успех λαμπρή επιτυχία.
-
20 блистательный
επ., βρ: -лен, -льна, -льноλαμπρός, εκθαμβωτικός κάτασπρος, αστραφτερός•блистательный зимний ковер το κάτασπρο χαλί του χειμώνα.
|| μτφ. μεγαλειώδης, περίλαμπρος•блистательный успех λαμπρή επιτυχία•
-ая карьера λαμπρή σταδιοδρομία.
См. также в других словарях:
Λαμπρός — bright masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπρός — bright masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λάμπρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπρός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Βλ. λ. Θεόδωρος. Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. * * * ή, ό, θηλ. και ά (AM λαμπρός, ά, όν, θηλ. και ή) 1. αυτός που λάμπει, λαμπερός, φωτεινός, ακτινοβόλος (α. «ο ήλιος είναι σήμερα λαμπρός» β. «ἦν … Dictionary of Greek
λαμπρός — ή, ό επίρρ. ά 1. φωτεινός, λαμπερός, ακτινοβόλος: Ο λαμπρός ήλιος. 2. εξαίρετος, διαπρεπής, ένδοξος: Ο γιατρός αυτός είναι λαμπρός επιστήμονας. 3. ωραίος: Λαμπρή φορεσιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Λάμπρος, Σπυρίδων — (Κέρκυρα 1851 – Σκόπελος 1919). Ιστορικός, πανεπιστημιακός και πολιτικός. Θεωρείται ο πιο διαπρεπής μεσαιωνολόγος και ιστοριοδίφης της νεότερης Ελλάδας. Γιος του νομισματολόγου Παύλου Λάμπρου (βλ. λ.), ο Λ. έδειξε πολύ πρώιμη κλίση στα γράμματα… … Dictionary of Greek
Λάμπρος, Ιωάννης — (Κέρκυρα 1843 – Αθήνα 1909). Νομισματολόγος, γιος του Παύλου Λάμπρου (βλ. λ.). Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στην Κέρκυρα και στην Αθήνα, παρέμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα στην Ευρώπη, όπου επιδόθηκε σε αρχαιολογικές και νομισματολογικές… … Dictionary of Greek
Λάμπρος, Παύλος — (Καλαρρύτες Ηπείρου 1820 – Αθήνα 1887). Νομισματολόγος. Εντελώς αυτοδίδακτος, οργάνωσε πλούσιες νομισματικές συλλογές και δημοσίευσε πολύ αξιόλογες πραγματείες στην ελληνική, στη γαλλική και στη γερμανική γλώσσα, οι κυριότερες από τις οποίες… … Dictionary of Greek
Κωνσταντάρας, Λάμπρος — (Αθήνα 1913 – 1985). Ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Φοίτησε στη σχολή του Λουί Ζουβέ στο Παρίσι, όπου πραγματοποίησε την πρώτη του εμφάνιση στο Σχολείο γυναικών του Μολιέρου (1937). Έπαιξε επίσης στις ταινίες Ευτυχισμένες μέρες, Ας… … Dictionary of Greek
Πορφύρας, Λάμπρος — (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Δημητρίου Συψώμου, Χίος 1879 – Πειραιάς 1932). Έλληνας ποιητής. Μεγάλωσε στον Πειραιά και φοίτησε στη Νομική σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών αλλά δεν έφτασε μέχρι το πτυχίο. Για ένα διάστημα συγκινήθηκε από τις ιδέες του … Dictionary of Greek
Αντωνιάδης, Λάμπρος — (αρχές 19ου αι.). Λόγιος που έζησε στις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Το 1818 μετέφρασε από τα γαλλικά την Επίτομη χρονολογική της Γενικής Ιστορίας … Dictionary of Greek