λαλαγή
1λαλαγή — λαλαγή, ἡ (Α) [λαλαγώ] 1. φλυαρία 2. κραυγή, τερέτισμα πτηνού ή τζίτζικα …
2λαλαγή — prattle fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
3λαλαγῇ — λαλαγέω babble pres subj mp 2nd sg λαλαγέω babble pres ind mp 2nd sg λαλαγέω babble pres subj act 3rd sg λαλαγή prattle fem dat sg (attic epic ionic) …
4λαλάγη — λαλαγέω babble pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) λαλαγέω babble imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …
5λαλαγήν — λαλαγή prattle fem acc sg (attic epic ionic) …
6λάλαξ — λάλαξ, αγος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) (για τους πράσινους βατράχους που κοάζουν δυνατά) φλύαρος, φωνακλάς, κράχτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το λαλώ και εμφανίζει παρέκταση γ (πρβλ. λαλαγώ, λαλαγή)] …
7λαλάγημα — λαλάγημα, ατος, τὸ (Α) [λαλαγώ] λαλαγή. * …
8σμαραγώ — έω, Α ηχώ δυνατά, κάνω θόρυβο, κροτώ («ὅτ ἀπ οὐρανόθεν σμαραγήσῃ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός όρος που προέρχεται από ονοματοποιία. Για το σύστημα σμαραγῶ: σμαραγή: σμάραγος, πρβλ. λαλαγῶ: λαλαγή, παταγῶ: παταγή: πάταγος. Η άποψη ότι η λ.… …
9λαλαγάς — λαλαγά̱ς , λαλαγή prattle fem acc pl …
10λαλαγῆς — λαλαγέω babble pres ind act 2nd sg (doric) λαλαγή prattle fem gen sg (attic epic ionic) …
- 1
- 2