Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

λαιμός

  • 1 λαιμός

    [лэмос] ουσ. а. шея.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > λαιμός

  • 2 горло

    ουδ.
    1. λαιμός, το μπροστινό μέρος αυτού•

    схватить за горло αρπάζω (πιάνω) από το λαιμό.

    || λάρυγγας•

    у меня болит горло μου πονά ο λαιμός•

    у меня першит в -е με τρώει ο λαιμός•

    у меня пересохло в -е μου στέγνωσε ο λάρυγγας.

    2. στενό μέρος αντικειμένου•

    -бутылки ο λαιμός του μποκαλιού•

    горло залива ο λαιμός του κόλπου.

    εκφρ.
    по горло – ως το λαιμό (για βάθος)•
    кричать во все горло – ξελαρυγγίζομαι από τις φωνές•
    слова застряли в горло – κομπιάζω κατά την ομιλία•
    быть занятым по горло – είτ μαι πνιγμένος από δουλειά•
    сыт по горло – (κυρλξ. κ. μτφ.) είμαι χορτάτος ως το λαιμό•
    пристать с ножом к -у – βάζω το μαχαίρι στο λαιμό (απαιτώ επίμονα)•
    брать (взять), схватить за— – πιάνω από το λαιμό (εξαναγκάζω)•
    промочить горло – βρέχω λιγάκι το λάρυγγα (πίνω λιγάκι)•
    слезы ή рыдания поступили к -у – είναι ετοιμος να κλάψει, τον πήρε το παράπονο•
    поперек стать ή вставатьκ.τ.τ. μου κάθεταΐι τσάχαλο στο μάτι (ενοχλεί, εμποδίζει).

    Большой русско-греческий словарь > горло

  • 3 горло

    горло с о λαιμός, το λαρύγγι дыхательное \горло η τραχεία у меня болит \горло έχω τα λαιμά μου в \горлое пересохло ξεράθηκε το λαρύγγι μου ◇ я занят по \горло είμαι πνιγμένος στη δουλειά
    * * *
    с
    ο λαιμός, το λαρύγγι

    дыха́тельное гор́ло — η τραχεία

    у меня́ боли́т гор́ло — έχω τα λαιμά μου

    в гор́ле пересо́хло — ξεράθηκε το λαρύγγι μου

    ••

    я за́нят по гор́ло — είμαι πνιγμένος στη δουλειά

    Русско-греческий словарь > горло

  • 4 шея

    шея ж о λαιμός
    * * *
    ж
    ο λαιμός

    Русско-греческий словарь > шея

  • 5 горло

    ο λαιμός, дыхательное - η τραχεία.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > горло

  • 6 седло

    1. (барическое) (метео) о βαρομε-τρικός λαιμός 2. (напр. клапана) η έδρα του επιστομίου/της βαλβίδας.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > седло

  • 7 седловина

    1. (топ.) о αυχήν, разг. о αυχένας 2. (барическая) (метео) о βαρο-μετρικός λαιμός.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > седловина

  • 8 шея

    анат. ο λαιμός
    ο αυχένας

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шея

  • 9 голенище

    голенище
    с ὁ λαιμός τής μπότας.

    Русско-новогреческий словарь > голенище

  • 10 горло

    горл||о
    с ὁ λαιμός, τό λαρύγγι:
    дыхательное \горло ἡ τραχεία (αρτηρία)· першит в \горлое κάτι μοῦ γαργαλάει τό λαιμό· в \горлое пересохло στέγνωσε (или ξεράθηκε) τό λαρύγγι μου· ◊ (кричать) во все \горло разг βγάζω τό λαιμό μου, ξελαρυγγίζομαι, βγάζω τά πνευμόνια μου· я занят по \горло εἶμαι πνιγμένος στή δουλειά· промочить \горло разг βρέχω τό λαρύγγι· стать поперек \горлоа кому́-л. κάθομαι στό λαιμό κάποιου· быть сытым по \горло разг ἔχω βαρεθεί κάτι, χορταίνω μέ τό παραπάνω· взять за \горло πιάνω ἀπ' τό λαιμό· пристать с но́-жо́м к \горлоу βάζω τό μαχαίρι στό λαιμό.

    Русско-новогреческий словарь > горло

  • 11 горлышко

    горл||ышко
    с
    1. уменьш. τό λαιμάκι·
    2. (бутылки) ὁ λαιμός (τοῦ μπουκαλιού)

    Русско-новогреческий словарь > горлышко

  • 12 открытый

    открыт||ый
    1. прич. от открыть·
    2. прил (отворенный) ἀνοιχτός, ἀνοιγμένος·
    3. прил (непокрытый, неукрытый) ἀσκεπης, ἀκάλυπτος, ξεσκέπαστος:
    \открытыйая шея ὁ γυμνός λαιμός· с \открытыйой головой ἀσκεπής, ξεσκούφωτος· \открытый автомобиль αὐτοκίνητον ἀνοικτὅ
    4. (прямой, искренний) ἀνοιχτός, είλικρινής, εὐθύς:
    с \открытыйой душой μέ ἀνοιχτή καρδιά·
    5. (доступный для всех, свободный) ἀνοιχτός, ἐλεύθερος:
    вход \открытый είσοδος ἐλευθέρα· при \открытыйых дверях (о судебном заседании) μέ ἀνοιχτάς τάς θύρας· \открытыйое голосование ἡ ἀνοιχτή ψηφοφορία· \открытыйое письмо́ ἡ ἀνοιχτή ἐπιστολή·
    6. (явный) ἀπροκάλυπτος, πρόδηλος, δεδηλωμένος, προφανής:
    \открытыйая враждЯ ἀπροκάλυπτη ἔχθρά ◊ \открытый лоб τό φαρδύ μέτωπο· \открытыйое платье φόρεμα ντεκολτέ, ἡ ἐξωμος τουαλέτα· \открытыйая рана ἡ ἀνοιχτή πληγή· \открытыйая игра τό ἀνοιχτό παιχνίδι· в \открытыйом поле στό ὕπαιθρο· на \открытыйом воздухе στό ὕπαιθρο· \открытыйое мо́ре ἡ ἀνοιχτή θάλασσα· выйти в \открытыйое море βγαίνω στ' ἀνοιχτά· оставля́ть вопрос \открытыйым ἀφήνω τό ζήτημα ἀνοιχτό (или ἐκκρεμές)· ломиться в \открытыйую дверь ἐκβιάζω ἀνοιχτή πόρτα· действовать в \открытыйую ἐνεργώ στ· ἀνοιχτα.

    Русско-новогреческий словарь > открытый

  • 13 першить

    перши́||ть
    несов безл:
    у меня \першитьт в горле μέ καίει ὁ λαιμός μου, αίσθάνομαι ἐρεθισμό στό λαιμό.

    Русско-новогреческий словарь > першить

  • 14 шея

    шея
    ж ὁ λαιμός, ὁ τράχηλος/ ὁ αὐχήν, ὁ σβέρκος (сзади)· ◊ бросаться (вешаться) на шею кому́-л. σφιχταγκαλιάζω κάποιον· выгнать (вытолкать) кого́-л. в шею πετώ κάποιον ἔξω· сидеть на шее у кого́-л. κάθομαι στον σβέρκο κάποιου· получить по шее груб. τρώγω ξύλο, τις τρώγω· дать по шее груб. τίς βρέχω κάποιου· сломать себе шею τσακίζομαι, σπάνω τόν σβέρκο μου.

    Русско-новогреческий словарь > шея

  • 15 щекотать

    щекотать
    несов
    1. γαργαλώ, γαργα-λεύω, γαργοιλίζω·
    2. перен:
    \щекотать чье-л. самолюбие κολακεύω τόν ἐγωϊσμό κάποιου· \щекотать нервы διεγείρω τά νεῦρα·
    3. безл:
    у меня в го́рле щекочет μέ γαργαλἄ ὁ λαιμός· у меня в носу́ щекочет μέ τρώει ἡ μύτη μου.

    Русско-новогреческий словарь > щекотать

  • 16 голенище

    [γκαλινίστσιε] ουσ. ο. λαιμός της μπότας

    Русско-греческий новый словарь > голенище

  • 17 горло

    [γκόρλα] та. ο. λαιμός

    Русско-греческий новый словарь > горло

  • 18 шея

    [σέγια] ουσ. θ. λαιμός

    Русско-греческий новый словарь > шея

  • 19 голенище

    [γκαλινίστσιε] ουσ ο λαιμός της μπότας

    Русско-эллинский словарь > голенище

  • 20 горло

    [γκόρλα] та. ο. λαιμός

    Русско-эллинский словарь > горло

См. также в других словарях:

  • λαιμός — throat masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιμός — (Ανατ.). Το κυλινδρικό τμήμα του ανθρώπινου σώματος που ενώνει το κεφάλι με τον θώρακα. Ο σκελετός του αποτελείται από τους αυχενικούς σπονδύλους. Περιλαμβάνει πολλούς μυς και σημαντικές ανατομικές δομές, όπως τον λάρυγγα, το άνω μέρος της… …   Dictionary of Greek

  • λαιμός — ο πληθ. οι λαιμοί και τα λαιμά 1. το τμήμα του σώματος ανάμεσα στο κεφάλι και το στήθος: Φορούσε ένα μενταγιόν στο λαιμό. 2. ο πληθ., τα λαιμά η ασθένεια του λαιμού, αμυγδαλίτιδα, φαρυγγίτιδα κτλ.: Υποφέρει από τα λαιμά της. 3. φρ., «Τον πήρα στο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαιμούς — λαιμός throat masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιμόν — λαιμός throat masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιμώ — λαιμός throat masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυχένας — I (Γεωγρ.). Όρος με πολλά συνώνυμα (που κάποτε αποτελούν τοπικούς ιδιωματισμούς: διάσελο, δερβένι κλπ.), ο οποίος χαρακτηρίζει ένα χαμηλό σημείο κορυφογραμμής ανάμεσα σε δύο υψώματα. Μέσω αυτών προσδιορίζονται μεταξύ άλλων και τα διάφορα τμήματα… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • σφάραγος — Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «βρόγχος, τράχηλος, λαιμός, ψόφος» 2. φάρυγγας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σφάραγος με σημ. «ψόφος» συνδέεται με το ρ. σφαραγοῦμαι* και έχει σχηματιστεί μτγν. πιθ. από το σύνθ. σε σφάραγος (πρβλ. ασφάραγος (II), ἐρισφάραγος), κατά το… …   Dictionary of Greek

  • τράχηλος — Οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία Κισσάμου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γραμβούσης. * * * ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τράχαλος και ετερόκλιτος τ. πληθ. τράχηλα τὰ, Α 1. το στενό και κυλινδρικό τμήμα τού σώματος το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • ασφάραγος — (I) ἀσφάραγος, ο (Α) φάρυγγας, λαιμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η ακριβής σημασία της λ. οδηγεί στη σύνδεσή της με τη λ. φάρυγξ, ενώ ο παράλληλος τ. σφάραγος προέκυψε ίσως από παρετυμολογική επίδραση του ρ. σφαραγούμαι «τρίζω, εξογκώνομαι,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»