λαιαί
1λαιαί — stones fem nom/voc pl λαιός blue thrush fem nom/voc pl …
2λαιᾶι — λαιᾷ , λαιός blue thrush fem dat sg (attic doric aeolic) …
3λαιαῖς — λαιαί stones fem dat pl λαιός blue thrush fem dat pl …
4λαιῇς — λαιαί stones fem dat pl (epic ionic) λαιός blue thrush fem dat pl (epic ionic) …
5λαιῇσι — λαιαί stones fem dat pl (epic ionic) λαιός blue thrush fem dat pl (epic ionic) …
6λαιῶν — λαιαί stones fem gen pl λαιός blue thrush fem gen pl λαιός blue thrush masc/neut gen pl λεία tool for smoothing stone fem gen pl (doric) …
7λέα — λέα, ἡ (Α) βλ. λαιαί …
8λαιά — και λεῑα και λέα, ἡ (Α) 1. στον πληθ. λαιαί λίθοι με το βάρος τών οποίων κρατούσαν ευθείς τους μίτους τών στημόνων τού όρθιου ιστού 2. λίθος που χρησιμοποιούσαν για την κίνηση αυτομάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. συνδέεται με το λᾶας] …
9λαιάς — λαιά̱ς , λαιαί stones fem acc pl λαιά̱ς , λαιός blue thrush fem acc pl …