λαγῶν

  • 41λαγόνιος — α, ο [λαγών] ανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις λαγόνες (α. «λαγόνιος βόθρος» β. «λαγόνιο οστό» γ. «λαγόνιος μυς») …

    Dictionary of Greek

  • 42λειρώς — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἰσχνὸς καὶ ὠχρός καὶ ληρίας λέγουσι κύνας, τὰς κατισχνωμένας καὶ αποβαλούσας τρίχας ἢ τὸν μικρὸν λαγών». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. πιθ. συνδέεται με τους τ. λιμός και λιάζομαι, καθώς και με το λιθουαν. leīlas… …

    Dictionary of Greek

  • 43μίμαρκυς — μίμαρκυς, άρκυος, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κοιλία καὶ ἔντερα τοῡ ἱερείου μεθ αἵματος σκευαζόμενα, μάλιστα δὲ ἐπὶ λαγῶν, ὁτὲ δὲ καὶ ἐπὶ ὑός». [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης ετυμολ., πιθ. σχηματισμένη με διπλασιασμό. Κατά μία άποψη, η λ. έχει ινδοευρωπαϊκή… …

    Dictionary of Greek

  • 44πόιντερ — Κυνηγετικός σκύλος, της ομάδας των ιχνηλατών. Είναι το κατεξοχήν σκυλί φέρμας, στο οποίο κάθε τμήμα φανερώνει μεγάλη δύναμη συνδυασμένη με μεγάλη ευκινησία. Ακούραστος δρομέας, ορμητικό, προικισμένο με εξαιρετική όσφρηση, είναι ένα ελαφρό… …

    Dictionary of Greek

  • 45σπαθόβεργα — η, Ν μακρύ ραβδί από ξύλο κατάλληλο για το κυνήγι λαγών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπαθί + βέργα] …

    Dictionary of Greek

  • 46Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …

    Dictionary of Greek

  • 47ԿՈՒՇՏ — (կշտի, տաց կամ տից.) NBH 1 1123 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 10c, 13c գ. κοιλία venter λαγών latus. (լծ. պ. քիշդ. լտ. քօ՛սդա. յն. քիլի՛ա). Կող. կողմն մարմնոյ. պարապ տեղիք ընդ մէջ ոսկերաց կողից. փոր. որովայն. մէջք …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 48ՔԱՇ — (քաշք.) NBH 2 0981 Chronological Sequence: Unknown date, 12c գ. λαγών ilia, latenis, cavitas laxior et exossi. Սնակուշտ. ստորին կողմանք կողից, ուր ամփոփին քղանցք ʼի վեր քարշեալք. *Հանդերձն քղանցք ʼի վեր քարշեալք. *Հանդերձն գօտեաւ յարեցեալ ʼի… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 49ειδικεύω — ειδίκευσα, ειδικεύτηκα, ειδικευμένος, μτβ. 1. περιορίζω κάτι σε μία μόνο περίπτωση, το μερικεύω: Ειδικεύω την ερώτησή μου. 2. κάνω κάτι ή κάποιον ειδικό σε ορισμένο κλάδο, κατάλληλο για ορισμένη χρήση ή σκοπό: Ειδικεύει τους φοιτητές στην… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 50σπαθόβεργα — η ειδικό ραβδί για τη σύλληψη των λαγών …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)