λαγῶν

  • 31λαγονοβουβωνικός — ή, ό ανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις λαγόνες και στη βουβωνική χώρα ταυτόχρονα (α. «λαγονοβουβωνικές χώρες» β. «λαγονοβουβωνικό νεύρο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγών, όνος + βουβωνικός. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 32λαγονοπλευρικός — ή, ό ανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις λαγόνες και στις πλευρές συγχρόνως («λαγονοπλευρικός μυς» εν τω βάθει μυς τής ράχης, που εκτείνεται από κάθε πλευρά τής σπονδυλικής στήλης και αποτελεί μέρος τού ιερονωτιαίου μυός). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …

    Dictionary of Greek

  • 33λαγονοψοΐτης — ο φρ. ανατ. «λαγονοψοΐτης μυς» μυς που σχηματίζεται από την ένωση τού ψοΐτη* με τον λαγόνιο μυ και αποτελεί βασικό μυ τής βάδισης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγών, όνος + ψοΐτης. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. iliopsoas] …

    Dictionary of Greek

  • 34λαγονοϋπογάστριος — α, ο ανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις λαγόνες και στο υπογάστριο συγχρόνως («λαγονοϋπογάστριο νεύρο» κλάδος τού 1ου οσφυϊκού νεύρου που διανέμεται στη λαγόνια και στην υπογάστρια χώρα). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγών, όνος + υπογάστριος. Η λ. είναι… …

    Dictionary of Greek

  • 35λαγούσα — Ακατοίκητος οικισμός στη νήσο Ελεούσα (βλ. λ.). Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιγίνης της νομαρχίας Πειραιώς. * * * η ραβδί που χρησιμοποιείται για το κυνήγι λαγών, λαγουδέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγός + κατάλ. ούσα] …

    Dictionary of Greek

  • 36λαγωβολία — λαγωβολία, ἡ (Α) [λαγωβόλος] κυνήγι λαγών με ειδικό όργανο, το λαγωβόλο …

    Dictionary of Greek

  • 37λαγωικός — λαγωϊκός, ή, όν (Μ) [λαγώς] αυτός που αρμόζει ή αναφέρεται στο κυνήγι λαγών …

    Dictionary of Greek

  • 38λαγωνικός — ή, ό (Μ λαγωνικός, ή, όν) 1. (για σκύλο) εκπαιδευμένος να ανιχνεύει λαγούς 2. το ουδ. ως ουσ. το λαγωνικό(ν) παραλλαγή κυνηγετικού σκυλιού που χρησιμεύει ιδίως για το κυνήγι λαγών και το οποίο έχει λεπτό και μακρύ σώμα, κοντό τρίχωμα, μακριά… …

    Dictionary of Greek

  • 39λαγωσφαγία — λαγωσφαγία, ποιητ. τ. λαγωσφαγίη, ἡ (Α) σφαγή λαγών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώς + σφαγία (< σφάγος < σφάζω), πρβλ. τεκνο σφαγία, χοιρο σφαγία) …

    Dictionary of Greek

  • 40λαγόνι — το [λαγών] η λαγόνα …

    Dictionary of Greek