λαγωός
1λαγῷος — of the hare masc nom sg …
2λαγωός — (Αστρον.). Μικρός αστερισμός του νοτίου ημισφαιρίου που βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς του Ωρίωνος, του Ηριδανού, του Γλυφείου, της Περιστεράς, του Μεγάλου Κυνός και του Μονόκερω. Ο λαμπρότερος αστέρας του, ο α ή Αρνέμπ με μέγεθος 2,58,… …
3λαγώος — (Αστρον.). Μικρός αστερισμός του νοτίου ημισφαιρίου που βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς του Ωρίωνος, του Ηριδανού, του Γλυφείου, της Περιστεράς, του Μεγάλου Κυνός και του Μονόκερω. Ο λαμπρότερος αστέρας του, ο α ή Αρνέμπ με μέγεθος 2,58,… …
4λαγωός — λαγῶς hare masc nom sg λαγωός masc nom sg …
5λαγῶος — λαγῶς hare masc gen sg (attic epic ionic) …
6λαγῷα — λαγῷος of the hare neut nom/voc/acc pl …
7λαγός — Θηλαστικό, τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας leporidae, της τάξης των λαγομόρφων. H επιστημονική του ονομασία είναι Lepus europaeus. Ο λ. αυτός, που συχνά αποκαλείται κοινός σε αντιδιαστολή προς τα άλλα είδη του ίδιου γένους, έχει συνήθως μήκος… …
8λαγῷ' — λαγῷα , λαγῷος of the hare neut nom/voc/acc pl λαγῷε , λαγῷος of the hare masc voc sg λαγῷαι , λαγῷος of the hare fem nom/voc pl …
9λαγῴα — λαγῴ̱ᾱ , λαγῷος of the hare fem nom/voc/acc dual λαγῴ̱ᾱ , λαγῷος of the hare fem nom/voc sg (doric aeolic) λαγῴᾱ , λαγωίη killing of hares fem nom/voc/acc dual λαγῴᾱ , λαγωίη killing of hares fem nom/voc sg (doric aeolic) …
10λαγῴας — λαγῴ̱ᾱς , λαγῷος of the hare fem acc pl λαγῴ̱ᾱς , λαγῷος of the hare fem gen sg (doric aeolic) λαγῴᾱς , λαγωίη killing of hares fem acc pl λαγῴᾱς , λαγωίη killing of hares fem gen sg (doric aeolic) …