λαγυνίων
1Λαγυνίων — Λαγυνίων, ωνος, ὁ (Α) [λάγυνος] προσωνυμία τού Δημοκλέους, ενός παράσιτου ατόμου που τρεφόταν από άλλους …
2λαγυνίων — λαγύνιον neut gen pl λαγυνίων masc nom/voc sg …
3λαγυνίωνος — λαγυνίων masc gen sg …
1Λαγυνίων — Λαγυνίων, ωνος, ὁ (Α) [λάγυνος] προσωνυμία τού Δημοκλέους, ενός παράσιτου ατόμου που τρεφόταν από άλλους …
2λαγυνίων — λαγύνιον neut gen pl λαγυνίων masc nom/voc sg …
3λαγυνίωνος — λαγυνίων masc gen sg …