λαγαρότης
1λαγαρότης — slackness fem nom sg …
2λαγαρότητα — λαγαρότης slackness fem acc sg …
3λαγαρότητι — λαγαρότης slackness fem dat sg …
4λαγαρότητος — λαγαρότης slackness fem gen sg …
5λαγαρότητα — η (Α λαγαρότης, ητος) νεοελλ. [λαγαρός] η ιδιότητα τού λαγαρού, το να είναι κάτι καθαρό, διαυγές αρχ. 1. χαλαρότητα, ατονία 2. το να έχει ένας στίχος στο μέσον βραχεία συλλαβή αντί για μακρά …