λαβύρινθος
1λαβύρινθος — labyrinth masc nom sg …
2λαβύρινθος — I (Ανατ.). Οστεοϋμενώδες σύστημα που βρίσκεται μέσα στο λιθοειδές οστό (μέρος του κροταφικού οστού)· αποτελεί το έσω ους και περιέχει τα περιφερικά όργανα, που έχουν ως προορισμό την υποδοχή των ηχητικών ερεθισμάτων (ακοή) και την αντίληψη της… …
3λαβύρινθος — ο 1. μεγάλο οικοδόμημα με περίπλοκη διαρρύθμιση ώστε να γίνεται πολύ δύσκολη η εύρεση της εξόδου: Ο Μινώταυρος ζούσε σε λαβύρινθο. 2. μτφ., περίπλοκος συλλογισμός, αδιέξοδο: Λαβύρινθος είναι η σκέψη σου. 3. μέρος του αυτιού …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4λαβυρίνθοις — λαβύρινθος labyrinth masc dat pl …
5λαβυρίνθου — λαβύρινθος labyrinth masc gen sg …
6λαβυρίνθους — λαβύρινθος labyrinth masc acc pl …
7λαβυρίνθων — λαβύρινθος labyrinth masc gen pl …
8λαβυρίνθῳ — λαβύρινθος labyrinth masc dat sg …
9λαβύρινθε — λαβύρινθος labyrinth masc voc sg …
10λαβύρινθοι — λαβύρινθος labyrinth masc nom/voc pl …