λαβρό

  • 1νηστοποτώ — νηοτοποτῶ, έω (Α) πίνω κρασί νηστικός, προτού φάω. [ΕΤΥΜΟΛ. < νῆστις «νηστικός» + ποτῶ (< πότης < πίνω), πρβλ. λαβρο ποτώ, οινο ποτώ] …

    Dictionary of Greek