λαβροσύνη
1λαβροσύνη — λαβροσύνη, δωρ. τ. λαβροσύνα, ἡ (Α) [λάβρος] 1. αδηφαγία, απληστία, λαιμαργία 2. θρασύτητα, προπέτεια …
2λαβροσύνη — violence fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
3λαβροσύνῃ — λαβροσύνη violence fem dat sg (attic epic ionic) …
4λαβροσύνῃσιν — λαβροσύνη violence fem dat pl (epic ionic) …
5λαβροσύνα — λαβροσύνᾱ , λαβροσύνη violence fem nom/voc/acc dual λαβροσύνᾱ , λαβροσύνη violence fem nom/voc sg (doric aeolic) …
6λαβροσύνᾳ — λαβροσύναι , λαβροσύνη violence fem nom/voc pl λαβροσύνᾱͅ , λαβροσύνη violence fem dat sg (doric aeolic) …
7λάβρος — α, ο (Α λάβρος, ον, θηλ. και α) ορμητικός, βίαιος, σφοδρός (α. «επιτέθηκε λάβρος» επιτέθηκε με ορμή β. «ὄμβρος τε λάβρος», Ηρόδ. γ. «οὖρον... λάβρον ἐπαιγίζοντα δι αἰθέρος», Ομ. Οδ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. ο λάβρος γένος τελεόστεων… …
8λαβροσυνάων — λαβροσυνά̱ων , λαβροσύνη violence fem gen pl (epic aeolic) …