λαβρεύομαι
1λαβρεύομαι — (Α) [λάβρος] κομπορρημονώ με αυθάδεια, φλυαρώ με θρασύτητα, με ιταμότητα («ἀεὶ μύθοις λαβρεύεται», Ομ. Ιλ.) …
2λαβρεύεαι — λαβρεύομαι talk rashly pres ind mp 2nd sg (epic ionic) …
3λαβρεύει — λαβρεύομαι talk rashly pres ind mp 2nd sg …
4λαβρεύεσθαι — λαβρεύομαι talk rashly pres inf mp …
5λαβρεύεται — λαβρεύομαι talk rashly pres ind mp 3rd sg …
6λαβρεύηται — λαβρεύομαι talk rashly pres subj mp 3rd sg …
7λαβρεύονται — λαβρεύομαι talk rashly pres ind mp 3rd pl …
8λάβρος — α, ο (Α λάβρος, ον, θηλ. και α) ορμητικός, βίαιος, σφοδρός (α. «επιτέθηκε λάβρος» επιτέθηκε με ορμή β. «ὄμβρος τε λάβρος», Ηρόδ. γ. «οὖρον... λάβρον ἐπαιγίζοντα δι αἰθέρος», Ομ. Οδ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. ο λάβρος γένος τελεόστεων… …
9λαβράζω — (AM) [λάβρος] λαβρεύομαι* αρχ. λαβρούμαι* …
10λαβρεία — λαβρεία, ἡ (Α) [λαβρεύομαι] 1. φλυαρία με θρασύτητα και προπέτεια 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ τοῡ λόγου ἔκληψις» …
- 1
- 2