λαβδακίδαι
1Λαβδακίδαι — masc nom/voc pl …
2Λαβδακιδᾶν — Λαβδακίδαι masc gen pl (doric aeolic) …
3Λαβδακιδῶν — Λαβδακίδαι masc gen pl …
4Λαβδακίδαις — Λαβδακίδαι masc dat pl …
5Λαβδακίδαισι — Λαβδακίδαι masc dat pl (epic ionic aeolic) …
6Λαβδακίδαισιν — Λαβδακίδαι masc dat pl (epic ionic aeolic) …
7επώνυμο — Το όνομα της οικογένειας ή του οίκου που συνοδεύει το προσωπικό όνομα. Στους αρχαίους πολιτισμούς της ανατολικής Μεσογείου, στο προσωπικό όνομα προσέθεταν μερικές φορές το όνομα του πατέρα. Στους Άραβες, π.χ., Μοχάμετ ιμπν Άφαν και στους Εβραίους …
8Λαβδακίδας — Λαβδακίδᾱς , Λαβδακίδαι masc acc pl …