λίϑου

  • 91κλειτορίδα — Μικρό όργανο, δεκτικό στύσης, στο πάνω μέρος του αιδοίου. Χαρακτηριστικό της γυναίκας και των θηλυκών θηλαστικών, αντιστοιχεί κατά κάποιον τρόπο στο ανδρικό πέος. Η κατασκευή της είναι όμοια με εκείνη των σηραγγωδών σωμάτων του πέους και… …

    Dictionary of Greek

  • 92κνηκίτης — κνηκίτης, ὁ (Α) είδος πολύτιμου λίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνῆκος. Ο λίθος πήρε την ονομ. αυτή προφανώς από το χρώμα του] …

    Dictionary of Greek

  • 93κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …

    Dictionary of Greek

  • 94κραταιίς — κραταιίς, ίδος (Α) 1. (για τον λίθο τού Σισύφου) η υπερβολική δύναμη τού λίθου, που προέρχεται από το μεγάλο βάρος του («ὅτε μέλλοι ἄκρον ὑπερβαλέειν, τότ ἀποστρέψασκε κραταιίς», Ομ. Οδ.) 2. (ως κύριο όν. προπαροξύτονο) ἡ Κράταιις η μητέρα τής… …

    Dictionary of Greek

  • 95κρατητήρα — η (Μ κρατητήρα) [κρατώ] είδος λίθου, ο αετίτης, για τον οποίο υπάρχει λαϊκή δοξασία ότι συγκρατεί το έμβρυο στη μήτρα και εμποδίζει την αποβολή, όταν τόν κρατεί η έγκυος γυναίκα μσν. λειτουργικό σκεύος, πιθ. ο αστερίσκος …

    Dictionary of Greek

  • 96κτηδόνα — η (Α κτηδών, όνος) 1. καθεμιά από τις ίνες τού ξύλου 2. καθένας από τους ομόκεντρους κύκλους τής τομής κορμού δένδρου νεοελλ. μεταλλικός οδοντωτός δίσκος που στρέφεται γύρω από άξονα, καθώς και το σύνολο τών οδοντωτών προεξοχών τής περιφέρειάς… …

    Dictionary of Greek

  • 97κυίτις — κυῑτις, ἡ (Α) είδος ημιπολύτιμου λίθου …

    Dictionary of Greek

  • 98κυμοφανής — ο (ορυκτ.) πράσινη ποικιλία τού πολύτιμου λίθου χρυσοβήρυλλος …

    Dictionary of Greek

  • 99κυστεοτομία — (I) η ιατρ. εγχειρητική διάνοιξη τής ουροδόχου κύστεως με σκοπό τη διερεύνηση τής κοιλότητάς της, την αφαίρεση ξένου σώματος ή λίθου και τη θεραπεία μιας βλάβης τού οργάνου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cystotomie < cyst(o) (βλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 100κύλινδρος — I (Γεωμ.). Στρογγυλό και επίμηκες γεωμετρικό σώμα, που καταλήγει σε δύο παράλληλες βάσεις. Αν α είναι μια ευθεία και r ένα ορισμένο ευθύγραμμο τμήμα, ονομάζεται κυλινδρική επιφάνεια (ακριβέστερα, κυκλική κυλινδρική) το σύνολο των σε απόσταση r… …

    Dictionary of Greek