λίϑου

  • 81κίρκος — (Circus). Γένος πτηνών της οικογένειας των ιερακιδών, της τάξης των ιερακομόρφων, το οποίο περιλαμβάνει περίπου 15 είδη, ιθαγενή της Ευρώπης, της Αφρικής, της Αμερικής και της Ασίας. Τον χειμώνα τα πτηνά αυτά μεταναστεύουν σε θερμότερες περιοχές …

    Dictionary of Greek

  • 82καλάι — Πόλη της Γαλλίας. Βλ. λ. Καλέ. * * * και καλλάι, το (Μ καλάι) το μέταλλο κασσίτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κάλλαϊς «είδος πολύτιμου λίθου» ή, κατ άλλους, από το τουρκ. kalay, το οποίο είναι πιθ. αντιδάνειο από το αρχ. κάλλαϊς] …

    Dictionary of Greek

  • 83καπνίας — ο (Α καπνίας) νεοελλ. ορυκτό με σκούρο χρώμα, παραλλαγή τού κρυσταλλικού χαλαζία αρχ. 1. ο καπνισμένος 2. είδος πολύτιμου λίθου 3. κωμική ονομασία τού κωμωδιογράφου Εκφαντίδου 4. φρ. «καπνίας οἶνος» α) ο οίνος που έχει γεύση καπνού επειδή είχε… …

    Dictionary of Greek

  • 84καπνιαίος — καπνιαῑος, ον (Α) 1. αυτός που έχει χρώμα καπνού 2. φρ. «καπνιαῑος λίθος» είδος πολύτιμου λίθου, ιάσπιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + επίθημα ιαίος (πρβλ. μην ιαίος, ωρ ιαίος)] …

    Dictionary of Greek

  • 85κατάθεση — η (AM κατάθεσις) [κατατίθημι] νεοελλ. 1. απόθεση, απίθωμα («κατάθεση θεμελίου λίθου») 2. παράδοση χρημάτων σε πιστωτικό ίδρυμα για φύλαξη και τοκισμό 3. το κατατεθειμένο ποσό 4. (λειτ.) πανηγυρική απόθεση ιερού λειψάνου ή ιερού αντικειμένου σε… …

    Dictionary of Greek

  • 86κατοχίτης — κατοχίτης, ὁ (Α) φρ. «κατοχίτης λίθος» είδος λίθου με μαγνητικές ιδιότητες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατοχή ή κάτοχος + κατάλ. ίτης (πρβλ. αιματ ίτης, θυνν ίτης)] …

    Dictionary of Greek

  • 87κεγχρίτης — κεγχρίτης, ὁ, θηλ. κεγχρῑτις, ίτιδος (Α) 1. όμοιος με σπόρο κεχριού 2. το φίδι κεγχρίας* 3. το πτηνό κεγχρίς* 4. ονομασία λίθου, τού οποίου οι κόκκοι έμοιαζαν με κεχρί κατά την τριβή 5. φρ. «κεγχρῑτις ἰσχάς» σύκο ξερό με πολλούς σπόρους. [ΕΤΥΜΟΛ …

    Dictionary of Greek

  • 88κεραυνίτης — ὁ (Α) [κεραυνός] είδος πολύτιμου λίθου …

    Dictionary of Greek

  • 89κηραχάτης — κηραχάτης, ὁ (Α) είδος αχάτη λίθου με κέρινο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + ἀχάτης] …

    Dictionary of Greek

  • 90κηροειδής — ές (Α κηροειδής, ές) αυτός που μοιάζει με κερί ή έχει τις ιδιότητες τού κεριού («ἁπαλά τε ὄντα καὶ οἷον κηροειδῆ τὰ τῶν βρεφῶν ὀστᾱ», Γαλ.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κηροειδή οι βιομηχανικά κατεργασμένες ύλες που χρησιμοποιούνται αντί… …

    Dictionary of Greek