λίϑου

  • 71θηλυκάρδιος — θηλυκάρδιος, ὁ (Α) ονομασία πολύτιμου λίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. εγ κάρδιος ταχυ κάρδιος] …

    Dictionary of Greek

  • 72θηλύρριζος — θηλύρριζος, ὁ (Α) είδος πολύτιμου λίθου …

    Dictionary of Greek

  • 73θρασύδειλος — η, ο (ΑΜ θρασύδειλος, ον) θρασύς και δειλός συγχρόνως, δειλός που υποκρίνεται τον γενναίο αρχ. είδος πολύτιμου λίθου. επίρρ... θρασυδείλως με θρασυδειλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + δειλός. Το επίρρ. θρασυδείλως μαρτυρείται από το 1891 στην… …

    Dictionary of Greek

  • 74θυρσίτης — θυρσίτης, ὁ (Α) [θύρσος] 1. είδος ευώδους φυτού, αλλ. ώκιμοειδές 2. είδος πολύτιμου λίθου που μοιάζει με κοράλλι …

    Dictionary of Greek

  • 75ιερακίτης — ἱερακίτης, ὁ (Α) [ιέραξ] 1. είδος λίθου που έχει το χρώμα τού λαιμού τού γερακιού 2. το βότανο ιεράκιο* …

    Dictionary of Greek

  • 76ικτερίας — ἰκτερίας, ὁ (Α) φρ. «ἰκτερίας λίθος» είδος κίτρινου λίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴκτερος + επίθημα ίας*] …

    Dictionary of Greek

  • 77ιρίτιδα — η (Α ἰρῑτις, ιδος) [ίρις] νεοελλ. φλεγμονή τής ίριδας τού οφθαλμού, αλλ. ιριδίτιδα αρχ. είδος πολύτιμου λίθου …

    Dictionary of Greek

  • 78ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… …

    Dictionary of Greek

  • 79κάταγμα — Κάθε απροσδόκητη λύση της συνέχειας ενός οστού ή χόνδρου, οφειλόμενη στην ενέργεια μιας δύναμης (βίας) από χτύπημα ή πτώση, η οποία κατανικά την αντίσταση και την ελαστικότητα του οστού. Τα κ. διακρίνονται σε τραυματικά (που οφείλονται σε… …

    Dictionary of Greek

  • 80κίναιδος — ο (ΑΜ κίναιδος) ο άντρας που συνουσιάζεται με άντρα, ο παθητικός ομοφυλόφιλος, πούστης || (μσν. αρχ.) αισχρός και ανήθικος άνθρωπος («κίναιδος, ασελγής, μαλακός», Φώτ.) αρχ. 1. είδος θαλάσσιου ψαριού 2. κιναίδιον* 3. είδος πολύτιμου λίθου 4. στον …

    Dictionary of Greek