λίϑου

  • 61δαφναία — δαφναία, η (Α) ονομασία πολύτιμου λίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλυκό τού δαφναίος*] …

    Dictionary of Greek

  • 62δεσίδι — το 1. αυτό με το οποίο συνδέουμε ή περισφίγγουμε 2. το δέσιμο, το να δέσει κανείς κάποιον 3. η προσαρμογή πολύτιμου λίθου σε κόσμημα 4. η στερέωση, η ισχυροποίηση …

    Dictionary of Greek

  • 63εγκάρδιος — α, ο (AM ἐγκάρδιος, ον) αυτός που υπάρχει στην καρδιά ή προέρχεται από αυτήν, αληθινός, ειλικρινής («εγκάρδια συγχαρητήρια») μσν. (για αδερφό) γνήσιος αρχ. μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐγκάρδια αυτά που βρίσκονται μέσα στην καρδιά, τα απόκρυφα …

    Dictionary of Greek

  • 64επαυρώ — ἐπαυρῶ, έω και ἐπαυρίσκω (Α) 1. μετέχω, παίρνω μέρος, απολαμβάνω, καρπώνομαι («τῶν τινὰ βέλτερόν ἐστιν ἐπαυρέμεν», Ομ. Οδ.) 2. βρίσκω κατά καλή τύχη («εἰ κ ἐσθλοῑο κυβερνητῆρος ἐπαύρῃ», Απολλ. Ρόδ.) 3. αγγίζω, φθάνω ως («λίθου δ ἀλέασθαι… …

    Dictionary of Greek

  • 65εχίτης — (Εchites). Γένος φυτών της οικογένειας των αποκυνιδών. Είναι αναρριχητικά θαμνώδη φυτά, με φύλλα ωοειδή και πυκνά, και κόκκινα ή λευκά άνθη. Τα άνθη αυτά έχουν μικρούς κάλυκες, τροχοειδή στεφάνη και οι ανθήρες τους συνδέονται στενά με το στίγμα,… …

    Dictionary of Greek

  • 66εύανθος — εὔανθος, ὁ (Α) ονομασία πολύτιμου λίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άνθος] …

    Dictionary of Greek

  • 67ζαμίλαμπις — (Α) είδος πολύτιμου λίθου …

    Dictionary of Greek

  • 68ζαφείρι — το (Μ ζαφείριν και σαφείρι) 1. είδος πολύτιμου λίθου, σάπφειρος 2. αυτός που μοιάζει με ζαφείρι ή που έχει το χρώμα του («τα ζαφείρια τών ματιών της», Νιρβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειο < ιταλ. zaffiro < λατ. sapphirus < ελλ. σάπφειρος*] …

    Dictionary of Greek

  • 69ηλιοπάλιος — ἡλιοπάλιος, ὁ και ἡλιοπάλιον, τὸ (Α) είδος φυτού ή λίθου …

    Dictionary of Greek

  • 70θαλασσίτης — θαλασσίτης, ό (Α) 1. (ενν. οίνος) οίνος που διατηρούνταν μέσα σε θαλασσινό νερό ή είχε αναμιχθεί με θαλασσινό νερό 2. μια από τις ποικιλίες τού λίθου υάκινθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσα + κατάλ. ιτης (πρβλ. αιματ ίτης, μελιτ ίτης)] …

    Dictionary of Greek