λίϑου
51αφροδισιακός — ή, ό (Α ἀφροδισιακός, ή, όν) [αφροδίσιος] 1. (για διάφορες ουσίες και φάρμακα) διεγερτικός, αυτός που προκαλεί γενετήσια επιθυμία και υποβοηθεί την εκτέλεση της σεξουαλικής πράξης 2. «ἀφροδισιακός λίθος» είδος πολύτιμου λίθου για τον οποίο… …
52αχάτης — Ορυκτό το οποίο αποτελείται από διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), παραλλαγή του χαλκηδονίου. Ονομάζεται και ταινιωτός χαλκηδόνιος, γιατί χαρακτηρίζεται από την εναλλαγή διαφανών και αδιαφανών ζωνών που συνθέτουν διάφορα σχήματα. Χρησιμοποιείται ως… …
53βάσανος — η (AM βάσανος) λεπτομερής, εξονυχιστική εξέταση (α. «η βάσανος της λογικής» β. «βάσανον ὑποκείσονται» θα περάσουν από δοκιμασία, θα υποστούν λεπτομερή έλεγχο) αρχ. μσν. βασανιστήριο, σωματική κάκωση 2. πόνος, ταλαιπωρία αρχ. 1. η λυδία λίθος,… …
54βαλλήν — και βαλήν, ο (Α) 1. βασιλιάς 2. ονομασία μυθικού πολύτιμου λίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, λ. μικρασιατικής προέλευσης, πιθ. φρυγική. Ο συσχετισμός του τ. βαλλήν με λατ. dēbilis «ανάπηρος, ασθενής» ή με το χαρ. Α… …
55βατράχειος — βατράχειος, ον και ος, α, ον (AM) αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε βάτραχο («βατράχειον πήδημα», «......χρώμα») μσν. το αρσ. ως ουσ. βατράχειος, ο είδος ημιπολύτιμου λίθου …
56βατραχίτης — ο (Α βατραχίτης) ονομασία λίθου, ποικιλίας του μοντικελίτη …
57γαλακτίτης — ο (γαλακτίτης) [γάλα] είδος λίθου που βγάζει γαλακτώδες υγρό όταν βραχεί νεοελλ. φυτό τής οικογένειας τών συνθέτων που μοιάζει με το γαϊδουράγκαθο …
58γλαυκίζω — (Α) έχω γλαυκό, χρώμα («μέταλλα δὲ λίθου λευκοῦ τε καὶ ποικίλου γλαυκίζοντος», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < γλαυκός. Στη γλώσσα του Ησυχίου «γλαυκίζω αμβλυωπώ» «έχω ασθενή, αδύναμη όραση», επειδή ίσως τα γαλάζια μάτια είναι λιγότερο ζωηρά] …
59δέση — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.040 μ., 44 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Βρίσκεται στις πλαγιές της νότιας Πίνδου, 66 χλμ. Δ των Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιθήκων. * * * η (AM δέσις) [δω] 1. το δέσιμο, η σύνδεση 2. δέσμευση 3. συναρμογή,… …
60δέσιμο — το (Μ δέσιμον) 1. το να δένει κανείς κάτι, να συμπλέκει τα άκρα κλωστής, σκοινιού, ευλύγιστης βέργας ώστε να σχηματίσουν κόμπο 2. η σύνδεση, συσκευασία αντικειμένων ώστε να αποτελέσουν δέμα 3. συναισθηματικός δεσμός 4. (για γάμο) η ένωση 5. (για… …