λίϑου

  • 111λιθάρι — το (AM λιθάριον, Μ και λιθάριν και λιθάρι) μικρός λίθος, πετραδάκι νεοελλ. 1. λίθος, πέτρα («στρώμα χουνε τη μαύρη γης, προσκέφαλο λιθάρια», Πολίτ.) 2. ο λίθος που χρησιμοποιείται στη λιθοβολία 3. το αγώνισμα τής λιθοβολίας 4. η μυλόπετρα 5. φρ.… …

    Dictionary of Greek

  • 112λιθεία — και λιθέα, ἡ (ΑM Μ και λιθία) [λίθος] 1. είδος λίθου ή μαρμάρου για οικοδόμηση 2. πολύτιμος λίθος ή σύνολο πολύτιμων λίθων («φέρει δὲ καὶ λιθείαν ἡ χώρα πολυτελῆ κρυστάλλων», Στράβ.) …

    Dictionary of Greek

  • 113λιθοειδής — ές (Α λιθοειδής, ές) ο όμοιος με λίθο, αυτός που έχει τα γνωρίσματα τού λίθου νεοελλ. φρ. ανατ. α) «λιθοειδές οστό» το τμήμα τού κροταφικού οστού που περιέχει το όργανο τής ακοής και τον πόρο τού προσωπικού νεύρου β) «λιθοειδές νεύρο» ένα από τα… …

    Dictionary of Greek

  • 114λιθοτομία — η (AM λιθοτομία) [λιθοτόμος] 1. η εξόρυξη λίθων από λατομείο 2. παλαιά μέθοδος εγχειρητικής αφαίρεσης λίθου από την ουροδόχο κύστη, η οποία ανοιγόταν με τομή στο περίνεο αρχ. συν. στον πληθ. αἱ λιθοτομίαι τα λατομεία («καὶ τῶν συμμάχων ὁπόσους… …

    Dictionary of Greek

  • 115λιθοτομείον — λιθοτομεῑον, τὸ (Α) [λιθοτόμος] 1. λατομείο 2. τομή για εξαγωγή λίθου σχηματισμένου σε κύστη, λιθοτομία …

    Dictionary of Greek

  • 116λιθοτομικός — λιθοτομικός, ή, όν (Α) [λιθοτόμος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λιθοτομία 2. ο ικανός ή κατάλληλος για την τομή και την εξαγωγή λίθου από την ουροδόχο κύστη 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ λιθοτομική η τέχνη τής τομής λίθων …

    Dictionary of Greek

  • 117λιθουλκός — ό (AM λιθουλκός, ον) το αρσ. ως ουσ. ο λιθουλκός χειρουργικό εργαλείο το οποίο χρησιμεύει για τη σύλληψη και εξαγωγή λίθου σχηματισμένου σε κύστη αρχ. αυτός που σύρει και βγάζει πέτρες από το λατομείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + ουλκός (< ὁλκή ή …

    Dictionary of Greek

  • 118λιθουρία — λιθουρία, ἡ (Α) η αποβολή λίθου με την ούρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + ουρία (< οὐρῶ), πρβλ. δυσ ουρία, ισχ ουρία] …

    Dictionary of Greek

  • 119λιθουργία — λιθουργία, ἡ (ΑM) [λιθουργός] η γλυπτική ή, γενικά, η κατεργασία μαρμάρου ή άλλου λίθου («καὶ τὴν τῶν ἀγαλμάτων κατασκευὴν καὶ λιθουργίαν», Διόδ.) μσν. σχηματισμός κόκκων από χαλάζι …

    Dictionary of Greek

  • 120λιθόκολλα — η (Α λιθόκολλα) νεοελλ. ειδική κόλλα για συγκόλληση λίθων ή για στερέωση πολύτιμων λίθων αρχ. μίγμα μαρμάρου ή παρίου λίθου και ταυρόκολλας το οποίο χρησιμοποιούνταν για συγκόλληση λίθων …

    Dictionary of Greek