λίϑου

  • 101λάρτιος — λάρτιος, ία, ον (Α) [λάρτος] φρ. α) «λάρτιος λίθος» ή «λαρτία πέτρα» είδος σκληρού λίθου τής Ρόδου β) «λαρτία στάλα» στήλη κατασκευασμένη από τέτοιο λίθο …

    Dictionary of Greek

  • 102λίθωση — η (Α λίθωσις) [λιθώνω] η μεταβολή σε λίθο, απολίθωση αρχ. κατεργασία λίθου …

    Dictionary of Greek

  • 103λαγκούριον — και λαγούριον, τὸ (Α) είδος πολύτιμου λίθου …

    Dictionary of Greek

  • 104λαζουρίτης — ο (ορυκτ.) σπάνιο θειοπυριτικό και αργιλοπυριτικό ορυκτό τού νατρίου και τού ασβεστίου με βαθύ κυανό ή ιώδες κυανό χρώμα που αποτελεί συστατικό τού ημιπολύτιμου λίθου λάπις λάζουλι και που χρησιμοποιείται για την κατασκευή κοσμημάτων και ως βάση… …

    Dictionary of Greek

  • 105λεπιδωτός — ή, ό (Α λεπιδωτός, ή, όν) [λεπιδούμαι] καλυμμένος από λέπια ή από φολίδες (α. «ἔχει δὲ καὶ ὄνυχας καρτεροὺς καὶ δέρμα λεπιδωτὸν [ὁ κροκόδειλος]», Ηρόδ. β. «θώρηκα εἶχε χρύσεον λεπιδωτόν», Ηρόδ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. τα λεπιδωτά τάξη ερπετών… …

    Dictionary of Greek

  • 106λευκογραφίς — λευκογραφίς, ίδος, ἡ (Α) 1. είδος πηλού χρήσιμου στη λευκογραφία 2. είδος μαλακού λίθου χρήσιμου για τη λεύκανση τών ρούχων, αλλ. μόροχθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + γραφίς (< γραφή), πρβλ. παρα γραφίς, υπο γραφίς] …

    Dictionary of Greek

  • 107λευκοποίκιλος — λευκοποίκιλος, ον (Α) 1. λευκόστικτος 2. το θηλ. ως ουσ. ή λευκοποίκιλος ονομασία πολύτιμου λίθου …

    Dictionary of Greek

  • 108λευκόφθαλμος — λευκόφθαλμος, ον (Α) 1. αυτός που έχει κάπως λευκά μάτια 2. είδος πολύτιμου λίθου …

    Dictionary of Greek

  • 109λιγύριον — λιγύριον, τὸ (Α) [λίγυρος] είδος πολύτιμου λίθου …

    Dictionary of Greek

  • 110λιθ(ο)- — (AM λιθ[ο]) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσιαστικό λίθος και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει ως αντικείμενο τον λίθο (πρβλ. λιθοτόμος, λιθολόγος, λιθουλκός) ή γίνεται με λίθο (πρβλ. λιθόδμητος) …

    Dictionary of Greek