λίτρου
1λίτρου — λίτρον neut gen sg …
2ἀλιτροῦ — ἀ̱λιτροῦ , ἀλιταίνω sin imperf ind mp 2nd sg (attic doric aeolic) ἀλιταίνω sin pres imperat mp 2nd sg (attic) ἀλιταίνω sin imperf ind mp 2nd sg (attic doric aeolic) ἀ̱λιτροῦ , ἀλιτρέω imperf ind mp 2nd sg (attic doric aeolic) ἀλιτρέω pres imperat …
3βάλανος — (balanus). Γένος θυσανοπόδων μαλακίων της οικογένειας των βαλανιδών. Ζουν κολλημένα στους βράχους ή επάνω σε όστρακα διαφόρων μαλακίων, σε όλες τις θάλασσες, ακόμη και στις λιμνοθάλασσες. Ορισμένα είδη βρίσκονται και στις ελληνικές ακτές. Συνήθως …
4εκατοστόλιτρο — το μονάδα όγκου ή χωρητικότητας ίση προς το εκατοστό τού λίτρου …
5κανάτι — (I) το 1. μικρό πήλινο δοχείο νερού, λαγήνι, σταμνί («ένα κανάτι νερό») 2. στον πληθ. τα κανάτια χάλκινα κασσιτερωμένα σκεύη που χρησιμοποιούσαν οι ναυτικοί αντί για ποτήρια ή φλιτζάνια για το πρωινό τους ρόφημα ή για το κρασί τους 3. ουροδοχείο… …
6κύαθος — Αγγείο της αρχαιότητας. Το σχήμα του μοιάζει με αυτό του κυπέλλου, με τη διαφορά ότι φέρει ευμεγέθη και κάθετη προς το χείλος λαβή. Το χρησιμοποιούσαν για να αντλούν κρασί από τον κρατήρα και να σερβίρουν τα αγγεία πόσεως. Λειτουργούσε και ως… …
7λίτρα — η (AM λίτρα) νεοελλ. 1. παλαιά ονομασία τού λίτρου 2. βυζαντινή μονάδα βάρους τών νομισμάτων τής αυτοκρατορίας ίση με 327,456 γραμμάρια νεοελλ. μσν. βενετικό νόμισμα ίσο με το 1 / 6 τού δουκάτου μσν. μονάδα επιφανείας ίση με το 1 / 40 τού μοδίου… …
8λιτροπώλης — λιτροπώλης, ὁ (Α) πωλητής λίτρου, νίτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίτρον «νίτρον» + πώλης (< πωλῶ)] …
9μιλιλίτρ — το μετρολ. μονάδα όγκου, με σύμβολο ml, η οποία είναι ίση προς το ένα χιλιοστό τού λίτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μιλι ] …
10σκαφιόλια — τά, Α (κατά τον Ησύχ.) μικρό αττικό μέτρο χωρητικότητας υγρών που περιλάμβανε δύο κόγχες ή τέσσερα μύστρα και ισοδυναμούσε με 0, 045 περίπου τού λίτρου, αλλ. κύαθοι …
- 1
- 2