λίστρον
1λίστρον — tool for levelling neut nom/voc/acc sg λίστρος tool for levelling masc acc sg …
2λίστρα — λίστρον tool for levelling neut nom/voc/acc pl …
3λίστροις — λίστρον tool for levelling neut dat pl λίστρος tool for levelling masc dat pl …
4λίστροισι — λίστρον tool for levelling neut dat pl (epic ionic aeolic) λίστρος tool for levelling masc dat pl (epic ionic aeolic) …
5λίστροισιν — λίστρον tool for levelling neut dat pl (epic ionic aeolic) λίστρος tool for levelling masc dat pl (epic ionic aeolic) …
6λίστρων — λίστρον tool for levelling neut gen pl λίστρος tool for levelling masc gen pl λιστρόω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) λιστρόω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …
7γλιστρώ — ( άω) (Μ γλιστρῶ, όω και ἐγλιστρῶ, άω) 1. παραπατώ 2. πέφτω από γλίστρημα 3. μτφ. ξεφεύγω μ επιδεξιότητα («σε πολλές βρομοδουλειές είναι μέσα, μα πάντα γλιστρά») νεοελλ. 1. (για πράγμα) γλιστρώντας πέφτω κάτω 2. είμαι ολισθηρός 3. ξεφεύγω κατά… …
8λίσγος — ο (Α λίσγος) είδος σκαλιστηριού, αξίνα, σκαπάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. τ. *λίσγος μαρτυρείται μόνο έμμεσα στο υποκοριστικό λισγάριον. Ο τ. είναι αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < *λίγσκος (πρβλ. μίσγω < *μίγσκω), οπότε και συνδέεται με λατ. ligō, ōnis… …
9λίστρο — το (Α λίστρον) νεοελλ. κάθε εργαλείο για λείανση επιφανειών αρχ. σιδερένιο φτυάρι χρήσιμο για εξομάλυνση ή επιπέδωση τού εδάφους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λέξη, που δηλώνει όργανο με κατάλ. τρον (πρβλ. άρο τρον, ζεύσ τρον), πιθ. < *λίτ τρον… …
10λίστρος — λίστρος, ὁ (Α) το λίστρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λίστρον (το), με αλλαγή γένους] …
- 1
- 2