λίσποι
1λίσποι — smooth masc nom/voc pl λίσπος smooth masc nom/voc pl …
2λίσπους — λίσποι smooth masc acc pl λίσπος smooth masc acc pl …
3λίσπος — και λίσφος η, ον (Α) 1. λείος, στιλβωμένος, γυαλισμένος 2. μικρός, ασήμαντος 3. λισπόπυγος* 4. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ λίσπαι (στο λεξ. Σούδα και οἱ λίσποι) τα δύο τεμάχια αστραγάλου κομμένου στη μέση, από τα οποία έπαιρνε το ένα καθένας από… …