λίμναι
1Λίμναι — fem nom/voc pl …
2Λίμναι — I Ιερή περιοχή της Αθήνας κατά την αρχαιότητα. Βρισκόταν Ν της Ακρόπολης, όπου υπήρχε και ναός του Διονύσου. Κάθε χρόνο, στις 12 του Ανθεστηριώνος μηνός, το ιερό άνοιγε και οι Αθηναίοι προσέφεραν γλεύκος (μούστο) στον Λιμναίο Διόνυσο. Ακολουθούσε …
3λίμναι — λίμνη pool of standing water fem nom/voc pl λίμνᾱͅ , λίμνη pool of standing water fem dat sg (doric aeolic) …
4λιμναία — λιμναί̱ᾱ , λιμναῖος of fem nom/voc/acc dual λιμναί̱ᾱ , λιμναῖος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
5λιμναίας — λιμναί̱ᾱς , λιμναῖος of fem acc pl λιμναί̱ᾱς , λιμναῖος of fem gen sg (attic doric aeolic) …
6Λίμνᾳ — Λίμναι , Λίμναι fem nom/voc pl …
7ЛИМНЫ — • Λίμναι, 1. город Мессении на границе Лаконии, в так называемом Дентальском округе. Насилие, совершенное здесь у храма Артемиды Лимнатидской мессенскими юношами над спартанскими девами, подало повод к 1 й Мессенской войне. На месте… …
8λιμναίαν — λιμναί̱ᾱν , λιμναῖος of fem acc sg (attic doric aeolic) …
9λιμναίης — λιμναί̱ης , λιμναῖος of fem gen sg (epic ionic) …
10λιμναίους — λιμναί̱ους , λιμναῖος of masc acc pl …