λίμναι
11λιμναίᾳ — λιμναί̱ᾱͅ , λιμναῖος of fem dat sg (attic doric aeolic) …
12Λιμνέων — Λίμναι fem gen pl (epic ionic) …
13Λιμνῶν — Λίμναι fem gen pl …
14Λίμναις — Λίμναι fem dat pl …
15Λίμναισιν — Λίμναι fem dat pl (epic ionic aeolic) …
16λίμνᾳ — λίμναι , λίμνη pool of standing water fem nom/voc pl λίμνᾱͅ , λίμνη pool of standing water fem dat sg (doric aeolic) …
17Λίμνῃσι — Λίμναι fem dat pl (epic ionic) …
18Λίμνῃσιν — Λίμναι fem dat pl (epic ionic) …
19λιμναγενής — λιμναγενής, ές (Α) αυτός που γεννήθηκε στην τοποθεσία Λίμναι τής Αθήνας, κοντά στην Ακρόπολη, όπου βρισκόταν το Λήναιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < Λίμναι + γενής (< γένος), πρβλ. Διο γενής, θεο γενής] …
20λιμνομάχης — λιμνομάχης, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) ο υποψήφιος κατά τους αγώνες που γίνονταν στο Λήναιον, δίπλα στην Ακρόπολη τών Αθηνών, στην περιοχή Λίμναι. [ΕΤΥΜΟΛ. < Λίμναι + μάχης (< μάχομαι), πρβλ. θηριο μάχης, μονο μάχης] …