λίθοι
91οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… …
92ολιβίνης — Πυριτικό ορυκτό [(Mg,Fe)2SiO4] που κρυσταλλώνεται στη ρομβική ολοεδρία και αποτελείται από μια ισόμορφη παράμειξη φορστερίτη (Mg2SiO4) και φαϋαλίτη (Fe2SiO4). Έχει συνήθως χρώμα πράσινο (ελαιοπράσινο, φιαλοπράσινο, κιτρινοπράσινο ή, σπανιότερα… …
93ολοοίτροχος — ὀλοοίτροχος και ὀλοίτροχος και ὁλοίτροχος, ὁ (Α) 1. στρογγυλός και κυλινδρικός ογκώδης λίθος σαν αυτούς που οι πολιορκούμενοι κυλούσαν κατά τών πολιορκητών («προσιόντων τῶν βαρβάρων πρὸς τὰς πύλας ὀλοιτρόχους ἀπίεσαν», Ηρόδ.) 2. ως επίθ.… …
94ορυχείο — Σύνολο εργοταξίων, υπόγειων ή επιφανειακών, τα οποία, με τις μηχανικές εγκαταστάσεις τους, έχουν προορισμό την ανόρυξη και την εξαγωγή χρήσιμων ορυκτών. Η επεξεργασία στην οποία υποβάλλεται η μάζα του πετρώματος λέγεται εκμετάλλευση του ορυκτού.… …
95περιχειλώνω — περιχειλῶ, όω, ΝΜΑ περιβάλλω κάτι ολόγυρα με χείλη, με ταινία από διαφορετικό υλικό (α. «περιχειλώνω το τραπεζομάντηλο» προσθέτω στις άκρες τού τραπεζομάντηλου μπορντούρα β. «περιχειλώσας σιδήρῳ, ὡς ἄν μὴ σκεδαννύωνται οἱ λίθοι, Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …
96πετροβόλος — ο / πετροβόλος, ον, ΝΜΑ αυτός που εξακοντίζει πέτρες («πελτοφόροι τε καὶ ψιλοὶ ἀκοντισταί, ἐπὶ δὲ τούτοις οἱ πετροβόλοι», Ξεν.) αρχ. 1. (το αρσ. εν. και το ουδ. ως ουσ.) ὁ πετροβόλος, τὰ πετροβόλα μηχανή για την εκσφενδόνιση πετρών (α.… …
97πλάνης — ητος, ο, η, ΝΑ, και πλάνητας, ο, Ν (ως ουσ. και ως επίθ.) 1. αυτός που περιφέρεται εδώ κι εκεί, που δεν έχει μόνιμο τόπο διαμονής, ο περιπλανώμενος (α. «εις τον πλάνητα δρόμον», Παπαδ. β. «οἵ φέρονται πλάνητες ἐπ οἶδμα πόλεις τε βαρβάρους… …
98πλίνθος — Ευρύτατη ποικιλία οικοδομικών υλικών τα οποία κατασκευάζονται από αργιλώδη γη. Γενικότερα είναι γνωστός με την ονομασία τούβλο. Η πρώτη ύλη καθαρίζεται, αναμειγνύεται με νερό, τοποθετείται σε καλούπια, ξεραίνεται και, τέλος, ψήνεται σε ειδικά… …
99πολύτιμος — η, ο / πολύτιμος, ον, ΝΜΑ 1. (ιδίως σχετικά με πρόσ.) εξαιρετικά χρήσιμος, πάρα πολύ, επωφελής, ανεκτίμητος (α. «πολύτιμος φίλος» β. «πολύτιμος μουσοεργός», Ιπποκρ.) 2. αυτός που έχει μεγάλη αξία, βαρύτιμος («πολύτιμοι λίθοι» ορυκτά που… …
100πριόνι — Εργαλείο με το οποίο κόβονται διάφορα σκληρά υλικά (ξύλο, μέταλλα, λίθοι κ.ά.). Το π. αποτελείται από ένα χαλύβδινο οδοντωτό έλασμα σε ευθύγραμμο ή κυκλικό σχήμα ή σε κορδέλα· στην πρώτη περίπτωση μπορεί να κινείται με το χέρι ή με κινητήρα, ενώ… …