λίθοι

  • 81λιθομαργαρόχρυσος — λιθομαργαρόχρυσος, ὁ (Μ) πολύτιμοι λίθοι και χρυσός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθομάργαρον + χρυσός] …

    Dictionary of Greek

  • 82λιχάς — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κήρυκας του Ηρακλή, είναι γνωστός από το έργο του Σοφοκλή Τραχινίαι. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ο Ηρακλής, μετά την επιτυχία της εκστρατείας της Οιχαλίας, είχε φέρει σπίτι του αιχμάλωτη την πριγκίπισσα της Οιχαλίας,… …

    Dictionary of Greek

  • 83λογγάσια — λογγάσια, τὰ (Α) διάτρητοι λίθοι με τους οποίους έδεναν τα σχοινιά τής πρύμνης τών πλοίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογγάζω + επίθημα άσιον, κατά το σχήμα γυμνάζω: γυμνάσιον] …

    Dictionary of Greek

  • 84λωγάλιοι — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀστράγαλοι ἢ πόρνοι». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. με σημ. «αστράγαλος» συνδέεται πιθ. με το λέγω «συλλέγω», πρβλ. και λογάδες (λίθοι) «κυλιόμενες πέτρες» και λώγη. Για το επίθημα λιοι, πρβλ. αστράγαλος, κροκάλη. Η λ. με σημ. «πόρνοι»… …

    Dictionary of Greek

  • 85μελίχρυσος — η, ο (Α μελίχρυσος, ον) αυτός που έχει το χρώμα τού μελιού και τού χρυσού, ο χρυσοκίτρινος (α. «μελίχρυσοι λίθοι», Πλίν. β. «το δειλινό το μελίχρυσο χύνονταν γύρω», Παλαμ.) …

    Dictionary of Greek

  • 86μηλοκοπικός — μηλοκοπικός, ή, όν (ΑΜ) αυτός που χρησιμεύει για πολτοποίηση μήλων («μηλοκοπικοί λίθοι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + κοπικός (< κόπος), μέσω ενός αμάρτυρου τ. *μηλοκόπος] …

    Dictionary of Greek

  • 87μονοσακχαρίτης — ο συν. στον πληθ. οι μονοσακχαρίτες (βιοχ.) καθεμιά από τις βασικές ενώσεις που χρησιμεύουν ως δομικοί λίθοι τών υδατανθράκων, αλλ. απλά σάκχαρα …

    Dictionary of Greek

  • 88ναξος — I Νησί των Κυκλάδων, το μεγαλύτερο σε έκταση (428 τ. χλμ.) Α της Πάρου και Ν της Δήλου και της Μυκόνου. Διοικητικά αποτελεί επαρχία του νομού Κυκλάδων. Έχει ωοειδές σχήμα και λίγο διαμελισμένες ακτές, το ανάγλυφό της διαμορφώνεται από μια βασική… …

    Dictionary of Greek

  • 89ξηρόλιθος — ξηρόλιθος, ὁ (Μ) συν. στον πληθ. οἱ ξηρόλιθοι ξηροί λίθοι που τοποθετούνται σε οικοδομή χωρίς συνδετικό κονίαμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + λίθος] …

    Dictionary of Greek

  • 90ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …

    Dictionary of Greek