λίθοι

  • 71λατομία — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Οικισμός (υψόμ. 10 μ., 33 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βιάννου του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βιάννου, στο διοικητικό διαμέρισμα Πεύκου. 2. Οικισμός (υψόμ. 10 μ., 4 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βιάννου του… …

    Dictionary of Greek

  • 72λατομείο — Υπαίθριος χώρος εξόρυξης οικοδομικών υλικών (μαρμάρου, πωρόλιθου κ.ά.) και δευτερευόντως άνθρακα, χημικών ουσιών και μεταλλευμάτων. Η εργασία στο λ. περιλαμβάνει την εξόρυξη και τη μεταφορά των χρήσιμων ορυκτών καθώς και των υπερκείμενων στείρων… …

    Dictionary of Greek

  • 73λαχανοκοπικός — λαχανοκοπικός, ή, όν (Μ) κατάλληλος για κόψιμο λαχάνων («λαχανοκοπικοι λίθοι», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *λαχανοκόπος < λάχανον + κόπος*] …

    Dictionary of Greek

  • 74λιθαρομαργαρίταρο(ν) — λιθαρομαργαρίταρο(ν), τὸ (Μ) πολύτιμοι λίθοι και μαργαριτάρια …

    Dictionary of Greek

  • 75λιθογλυφία — Η τέχνη του σκαλίσματος και της χάραξης πολύτιμων λίθων. Αποτελεί μία από τις αρχαιότερες και πιο λεπτές μορφές της ανθρώπινης καλλιτεχνικής έκφρασης. Οι λίθοι που χρησιμοποιούνται στη λ. είναι πάρα πολλοί: ο αχάτης, ο αμέθυστος, ο χαλκηδόνιος, ο …

    Dictionary of Greek

  • 76λιθοκόπος — ο (AM λιθοκόπος) αυτός που ασχολείται με τη θραύση λίθων, λιθοθραύστης νεοελλ. εργαλείο με το οποίο θραύονται λίθοι μσν. αυτός που επεξεργάζεται πολύτιμους λίθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + κόπος (< κόπτω), πρβλ. δημο κόπος, ξυλο κόπος] …

    Dictionary of Greek

  • 77λιθομάργαρον — λιθομάργαρον, τὸ και λιθομάργαρος, ὁ (ΑM) το μαργαριτάρι μσν. πολύτιμοι λίθοι και μαργαριτάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + μάργαρον] …

    Dictionary of Greek

  • 78λιθομαντεία — Μέθοδος μαντικής κατά την αρχαιότητα, τόσο στη Ελλάδα όσο και σε άλλες περιοχές. Η πρόβλεψη των μελλοντικών γεγονότων γινόταν με διάφορες μαγικές πέτρες και με ανάγλυφες παραστάσεις. Πριν από την πρόβλεψη, γίνονταν θυσίες. Ο Απόλλων είχε χαρίσει… …

    Dictionary of Greek

  • 79λιθομαργαριτάρι(ν) — και λιθομαργαρίταρον, τὸ (Μ) πολύτιμοι λίθοι και μαργαριτάρια …

    Dictionary of Greek

  • 80λιθομαργαροζάφειρος — λιθομαργαροζάφειρος, ον (Μ) 1. διακοσμημένος με πολύτιμους λίθους, με μαργαριτάρια και ζαφείρια 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λιθομαργαροζάφειρον πολύτιμοι λίθοι, μαργαριτάρια και ζαφείρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθομάργαρον + ζαφείρι] …

    Dictionary of Greek