λίθοι

  • 61ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… …

    Dictionary of Greek

  • 62ισχύω — (ΑΜ ἰσχύω) [ισχύς] 1. είμαι ισχυρός, ασκώ επιρροή, επιδρώ («ισχύει η ικανότητα και όχι τα πολιτικά μέσα») 2. έχω νομικό κύρος («η διάταξη δεν ισχύει πλέον») 3. είμαι σε εφαρμογή («το εισιτήριο σας έληξε, δεν ισχύει πια») (νεοελλ. μσν.) έχω τη… …

    Dictionary of Greek

  • 63καταληπτήρ — καταληπτήρ, ῆρος, ὁ (Α) [καταλαμβάνω] 1. ο ιμάντας με τον οποίο δένεται κάτι 2. αρχιτ. μεγάλοι λίθοι που αποτελούν το ανώτατο μέρος τού στυλοβάτη πάνω στους οποίους εγείρονται οι κίονες 3. η συναρμογή, ο σύνδεσμος …

    Dictionary of Greek

  • 64κατεσθίω — και κατέσθω (Α) 1. κατατρώγω, καταβροχθίζω (α. «λέων κατὰ ταῡρον ἐδηδώς», Ομ. Ιλ. β. «Καλατίας... οἳ τοὺς γονέας κατεσθίουσι», Ηρόδ.) 2. μτφ. καταστρέφω, αφανίζω («τὰ μὲν ὄντα κατεσθίοντας», Δημοσθ.) 3. διαβρώνω (α. «ῥεύματα κατεσθίειν γνάθους»,… …

    Dictionary of Greek

  • 65κεραυνία — Απόδοση στα ελληνικά της ρωμαϊκής ονομασίας για τα προϊστορικά πέτρινα εργαλεία και όπλα. Υπήρχε η πεποίθηση γι’ αυτά πως έπεφταν μαζί με τον κεραυνό (λίθοι του κεραυνού). Πρώτος ο Πλίνιος διατύπωσε την υπόθεση πως τα εργαλεία αυτά έπεφταν με τον …

    Dictionary of Greek

  • 66κηρύκιον — κηρύκιον, τὸ (Α) [κήρυξ] 1. δ. γρφ. τού κηρύκειον* 2. κολλύριο 3. στον πληθ. τὰ κηρύκια οξείς, μυτεροί λίθοι …

    Dictionary of Greek

  • 67κλάπα — η (Μ κλάπα, Μ πληθ. και κλάποι, οἱ) νεοελλ. 1. ξύλινο τεμάχιο ή σιδερένιο έλασμα με το οποίο συνδέονται λίθοι οικοδομής ή σανίδες 2. μετάλλινος μηχανισμός που συγκρατεί τα παραθυρόφυλλα ή τις πόρτες, στρόφιγγα, μεντεσές 3. καθεμιά από τις σανίδες …

    Dictionary of Greek

  • 68κρόμλεχ — (βρετονικά kromlek = κυκλικά τοποθετημένοι λίθοι). Όρος που αναφέρεται σε έναν τύπο προϊστορικού μνημείου, που χρονολογείται περίπου την εποχή του ορείχαλκου (3η 2η χιλιετία π.Χ.) και ο οποίος ήταν αρκετά διαδεδομένος στις βόρειες περιοχές της… …

    Dictionary of Greek

  • 69λάστιχο — Βλ. λ. ελαστικό· κόμμεα ή γόμες. * * * το 1. το ελαστικό κόμμι σε οποιαδήποτε κατάσταση 2. το από καουτσούκ περίζωμα ή επίσωτρο τροχών και ιδίως τών αυτοκινήτων, αλλ. ελαστικό 3. διχάλα με ταινία από ελαστικό με την οποία εκσφενδονίζονται λίθοι 4 …

    Dictionary of Greek

  • 70λαιά — και λεῑα και λέα, ἡ (Α) 1. στον πληθ. λαιαί λίθοι με το βάρος τών οποίων κρατούσαν ευθείς τους μίτους τών στημόνων τού όρθιου ιστού 2. λίθος που χρησιμοποιούσαν για την κίνηση αυτομάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. συνδέεται με το λᾶας] …

    Dictionary of Greek