λίθοι

  • 41Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …

    Dictionary of Greek

  • 42Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …

    Dictionary of Greek

  • 43έκψηγμα — ἔκψηγμα, το (Α) απόξυσμα, σύντριμμα («τῆς γῆς τὰ ἐκψήγματα» όλοι οι πολύτιμοι λίθοι) …

    Dictionary of Greek

  • 44ίκτερος — Κίτρινη χροιά του δέρματος, του σκληρού χιτώνα των ματιών και των βλεννογόνων, που οφείλεται σε συσσώρευση χολοχρωστικών στο αίμα (τιμή χολερυθρίνης άνω των 3 mg ανά 100 ml αίματος) και μπορεί να έχει διάφορες διαβαθμίσεις (στις ηπιότερες… …

    Dictionary of Greek

  • 45ακρόδωμα — το 1. ο ακρόδοχας* 2. στον πληθ. τα ακροδώματα μεγάλοι λίθοι που τοποθετούνται στις πλάκες τού γείσου ενός οικοδομήματος, για να τίς συγκρατούν και να τίς εμποδίζουν να πέφτουν 3. ογκώδης λίθος που χρησιμεύει για την επιστέγαση τοίχου ή περιβόλου …

    Dictionary of Greek

  • 46ακόλλητος — η, ο (Α ἀκόλλητος, ον) αυτός που δεν έχει συγκολληθεί με κολλητική ουσία «φάκελος ακόλλητος», «λίθοι ακόλλητοι» νεοελλ. ο απίθανος, ο απίστευτος «ακόλλητο ψέμα» αρχ. 1. εκείνος που δεν έχει κολλήσει, δεν έχει συναφθεί «ἀκόλλητον δέρμα σώμασι»… …

    Dictionary of Greek

  • 47αλουμίνιο — Χημικό στοιχείο που ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει σύμβολο Al. Έχει ατομικό αριθμό 13, ατομικό βάρος 26,97 και πυκνότητα περίπου 2,7. Δεν συναντάται ελεύθερο στη φύση, αλλά σε ενώσεις. Είναι το πιο διαδεδομένο από τα… …

    Dictionary of Greek

  • 48αμέθυστος — Παραλλαγή του ορυκτού χαλαζία (SiO2) με ιώδες χρώμα. Χρησιμοποιήθηκε από τα αρχαιότατα χρόνια ως πολύτιμος λίθος (ο ανατολικός α. είναι παραλλαγή το ορυκτού κορουνδίου, AlO3). Τα πιο αξιόλογα κοιτάσματα αμέθυστου βρίσκονται στα Ουράλια Όρη, στη… …

    Dictionary of Greek

  • 49ανάθεμα — το (Α ἀνάθεμα) 1. οτιδήποτε είναι αποχωρισμένο από το καλό και εγκαταλελειμμένο στο κακό, αφορισμένο, καταραμένο πρόσωπο ή πράγμα (στά Νεοελληνικά συνήθως σε συνεκφορά με την αναφορική αντωνυμία που) «π ανάθεμα να γίνει» (κατάρα για πρόσωπα ή… …

    Dictionary of Greek

  • 50αργομέτωπος — ἀργομέτωπος, ον (Α) αυτός που έχει την επιφάνεια ακατέργαστη («ἀργομέτωποι λίθοι») …

    Dictionary of Greek