λίθοι

  • 121Ακροναυπλία — Η ακρόπολη του Ναυπλίου, βραχώδης και οχυρή, που μαζί με το βουνό του Παλαμηδίου και το επιθαλάσσιο Μπούρτζι αποτελούν το φρουριακό συγκρότημα που υπεράσπιζε παλιά το Ναύπλιο. Η Α. κατακτήθηκε, σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση· από τον Ναύπλιο,… …

    Dictionary of Greek

  • 122Αλεξάς — (1ος αι. μ.Χ.)Έλληνας καλλιτέχνης της ρωμαϊκής εποχής. Ήταν χαράκτης παραστάσεων πάνω σε πολύτιμους λίθους δαχτυλιδιών. Εγκαταστάθηκε στη Ρώμη, παντρεύτηκε με Ρωμαία και έδωσε στους δύο γιους του, επίσης καλλιτέχνες, τα ρωμαϊκά ονόματα Αύλος και… …

    Dictionary of Greek

  • 123ανάχωμα, προστατευτικό — Έργο κατά μήκος των δύο όχθων ενός ποταμού, που έχει προορισμό τη ρύθμιση της απορροής του και την αποφυγή ζημιών στην παραποτάμια περιοχή και στις γειτονικές ζώνες. Τα π.α. είναι χωμάτινα και κατασκευάζονται από υλικά που λαμβάνονται από τα… …

    Dictionary of Greek

  • 124Απόστολοι — I Στη χριστιανική εκκλησία είναι οι δώδεκα μαθητές του Ιησού Xpιστού, τους οποίους διάλεξε προσωπικά ο ίδιος και στους οποίους έδωσε το τιμητικό όνομα του Αποστόλου (Λουκ. στ’ 12 31). Αρχικά Α. ονομάζονταν οι δώδεκα μαθητές του Κυρίου, ο αριθμός… …

    Dictionary of Greek

  • 125γρανάτες — Ομάδα πυριτικών ορυκτών, που κρυσταλλώνονται στην ολοεδρία του κυβικού συστήματος, με συνηθέστερη μορφή κρυστάλλων ρομβικού, 12έδρου ή δελτοειδούς 24έδρου. Χημικά ορίζεται με το γενικό τύπο X2Y3(SiO4)3, όπου το X παριστά τα δισθενή στοιχεία… …

    Dictionary of Greek

  • 126Ελ Ντοράντο — (El Dorado). Θρύλος που διαδόθηκε ευρέως στην Ευρώπη μετά την ανακάλυψη της Αμερικής και αφορούσε την ύπαρξη ενός βασιλείου, κάπου στο εσωτερικό της νοτιοαμερικανικής ηπείρου, όπου αφθονούσαν το χρυσάφι και οι πολύτιμοι λίθοι. Οι πρώτοι Ισπανοί… …

    Dictionary of Greek

  • 127Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …

    Dictionary of Greek

  • 128έλξη, παγκόσμια — Η ελκτική δύναμη που αναπτύσσεται μεταξύ δύο μαζών που βρίσκονται ελεύθερες στο Διάστημα, η οποία είναι ανάλογη προς τις μάζες και αντιστρόφως ανάλογη προς το τετράγωνο της απόστασής τους. Η ελκτική αυτή δύναμη ονομάζεται π.έ. και εκφράζεται… …

    Dictionary of Greek