λίθοι
101πωρώδης — ῶδες, Α [πῶρος] 1. ο όμοιος με πώρο 2. φρ. «πωρώδης λίθος» ιατρ. πέτρα στους νεφρούς («παχύνονται δέ οἱ χυμοί, καὶ διὰ τοῡτο κατὰ τοὺς νεφροὺς οἱ πωρώδεις λίθοι συνίστανται», Γαλ.) …
102πώρος — Όνομα 2 Ινδών βασιλιάδων. 1. Βασιλιάς ινδικών χωρών στους χρόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου, γνωστός για τη γενναιότητά του. Όταν ο Μέγας Αλέξανδρος κατόρθωσε να περάσει τον ποταμό Υδάσπη, συγκρούστηκε με τον στρατό του Π., που είχε ένα ζωντανό… …
103σάρδιο — το / σάρδιον, ΝΑ ο σάρδης και το πολύ συγγενικό του καρνεόλιο, ημιπολύτιμοι λίθοι κατάλληλοι για την διακόσμηση δαχτυλιδιών, οι οποίοι είναι ποικιλίες τού πυριτικού ορυκτού χαλκηδόνιος αρχ. 1. σφραγίδα 2. στον πληθ. τὰ σάρδια γυναικεία κοσμήματα …
104σφενδόνη — η, ΝΜΑ και σφεντόνα Ν, και δωρ. τ. σφενδόνα Α 1. εκηβόλο όπλο που εκτοξεύει λίθινα ή μεταλλικά βλήματα σφαιροειδούς μορφής και αποτελείται από κεντρικό εύκαμπτο τεμάχιο, προσαρμοσμένο σε δύο ιμάντες 2. η οπή ή το κοίλωμα τού δαχτυλιδιού όπου… …
105σφραγιδοκύλινδρος — ο, Ν (κυρίως στον πληθ.) οι σφραγιδοκύλινδροι κυλινδρικοί λίθοι τους οποίους χρησιμοποιούσαν αρχαίοι ασιατικοί λαοί ως σφραγίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφραγίδα + κύλινδρος] …
106τένθινοι — Α (κατά τον Ησύχ.) «λίθοι πλατεῑς». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί ωστόσο η άποψη ότι η λ. συνδέεται με το αρχ. ινδ. gandha , με αρχική σημ. «χτύπημα, κέντημα»] …
107τανθαρυστός — ή τανθαριοτός, ὁ, Α [τανθαρύζω] 1. (κατά τον Ησύχ.) αυτός που προκαλεί τρόμο 2. (κυρίως σε φρ.) «τανθαρυστὸς ὅρμος» είδος περιδέραιου, πολύτιμοι λίθοι (Θεόπομπ.) …
108τιμαλφής — ές, ΝΜΑ αυτός που αξίζει πολύ, πολύτιμος νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τιμαλφή κοσμήματα, πολύτιμα λίθοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + αλφής (< ἀλφάνω «φέρω, βρίσκω, αποκτώ»), πρβλ. πολυ αλφής] …
109τορνευτός — ή, ό / τορνευτός, ή, όν, ΝΜΑ, και τορυνευτός, ή, όν, Α [τορνεύω] επεξεργασμένος με τόρνο, τορναρισμένος (α. «τορνευτό ανταλλακτικό» β. «Μένανδρος δὲ φησιν καὶ ποτήριον τορνευτὸν καὶ τορευτά», Αθήν.) νεοελλ. αυτός που έχει ωραίες γραμμές και… …
110τρομάζω — ΝΜΑ, και τρομάσσω ΝΜ [τρόμος] 1. προκαλώ σε κάποιον αιφνίδιο και ζωηρό φόβο (α. «τήν τρομάζουν οι θόρυβοι τής νύχτας» β. «δεν μάς τρομάζουν οι απειλές» γ. «αὐτοὶ οἱ λίθοι αὐτὸν ἐτρόμαξαν», Ιωάνν. Χρυσ.) νεοελλ. 1. (αμτβ.) (με το να) προσπαθώ πολύ …