λίαν
1λίαν — (AM λίαν, Α ιων. και επικ. τ. λίην, Μ και λία) επίρρ. πολύ, πάρα πολύ, σε μεγάλο βαθμό (α. «λίην γὰρ μέγα εἶπες», Ομ. Οδ. β. «λίην ἄχθομαι ἕλκος») νεοελλ. φρ. «λίαν καλώς» ο δεύτερος κατά σειρά αξίας μετά το «άριστα» βαθμός αξιολόγησης στα… …
2λίαν — λίᾱν , λίαν very indeclform (adverb) …
3Τύχην ἔχεις, κάθευδε, μὴ λίαν πόνει. — См. Со счастьем на клад набредешь, без счастья и гриба не найдешь …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
4λίην — λίαν very epic ionic (indeclform adverb) …
5λι — (I) λῑ (Α) επίρρ. λίαν. [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. τού λίαν (πρβλ. λι πόνηρος «λίαν πονηρός»)]. (II) το μετρολ. κινεζική μονάδα μήκους ίση με το 1/3 τού μιλίου, δηλ. ίση με 536 μέτρα …
6BELISARIUS — Iustiniani Imperatoris Dux, Graecus; Persas sub Mithridate Rege in Oriente vicit, Vandalos in Africa, ductô in triumpho Gilismere, sicque Africam a 170. an. ab Imperio revulsam, ei iterum adiunxit. Gotthos in Italia, captô Vitige Rege eôque cum… …
7PAEDEROS — herba, quae alias caerefolium sive acanthus, unde paederotinas vestes Veterib. usitatas nomen traxisse nonnulli volunt. Sed herbae illae vim non habent tingendi, nec ullum follô vel flore colorem praeferunt, cuius nomne aut similitudo in vestes… …
8λην — λήν (Α) [λίαν] (κατά τον Ησύχ.) «λίαν» …
9λιάζω — (I) λιάζω (Α) βλ. λιάζομαι. (II) λιάζω (Α) [λίαν] 1. βρίσκομαι σε υπέρμετρο ενθουσιασμό 2. (κατά τον Φώτ.) «λιάζειν λίαν ἐσπουδακέναι». (III) και ηλιάζω (AM ἡλιάζω) εκθέτω κάτι στην επίδραση τών ηλιακών ακτίνων, απλώνω κάτι στον ήλιο νεοελλ. παθ …
10λιπόνηρος — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «λίαν πονηρός». [ΕΤΥΜΟΛ. < λῖ (άλλος τ. τού επιρρ. λίαν) + πονηρός] …