λήϑαργος
1λήθαργος — biting secretly masc/fem nom sg …
2λήθαργος — Βαθύτατος και συνεχής ύπνος· μεταφορικά, η πλήρης αδράνεια. (Βοτ.) Στάδιο μειωμένης φυσιολογικής δραστηριότητας που εκδηλώνεται από ορισμένα σπόρια, σπέρματα ή οφθαλμούς φυτών. Πρόκειται για μία κατάσταση παρεμπόδισης της ανάπτυξης από έναν… …
3λήθαργος — ο βαθύς και συνεχής ύπνος, νάρκη: Νύσταζε τόσο που μόλις ξάπλωσε έπεσε σε λήθαργο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4θερινοποίηση ή καλοκαιρινός λήθαργος — Είδος νάρκης στην οποία καταφεύγουν το καλοκαίρι πολλοί φυτικοί και ζωικοί οργανισμοί για να αντιμετωπίσουν την ξηρασία, την απώλεια υγρασίας και τη μειωμένη παρουσία τροφής. Κατά τη διάρκειά της ο ρυθμός αύξησης του οργανισμού μειώνεται αισθητά… …
5λήθαργον — λήθαργος biting secretly masc/fem acc sg λήθαργος biting secretly neut nom/voc/acc sg …
6ληθάργοις — λήθαργος biting secretly masc/fem/neut dat pl …
7ληθάργου — λήθαργος biting secretly masc/fem/neut gen sg …
8ληθάργους — λήθαργος biting secretly masc/fem acc pl …
9ληθάργων — λήθαργος biting secretly masc/fem/neut gen pl …
10ληθάργῳ — λήθαργος biting secretly masc/fem/neut dat sg …