λήροις
1λήροις — λή̱ροις , λῆρος trash masc dat pl …
2блѧдениѥ — БЛѦДЕНИ|Ѥ (10*), ˫А с. 1.Вздор, обман, празднословие: есть же егда гл҃еть кто ни на пользоу братоу ни себѣ на пакость. ни по въспоминанью злобы коѥ˫а. но так(о) просто повѣда˫а. ˫ако ѡ(т) празнословь˫а. и ка˫а потреба блѩ(де)нью семоу (τῆς… …
3λήρος — (I) ο (Α λῆρος) 1. ανόητος λόγος, ανοησία, μωρολογία («λὴρον εἶναι δοκεῑ τὸ νόμισμα φύσει δ οὐδέν», Αριστοτ.) 2. (ως ουσ. και ως επίθ.) (για πρόσ.) φλύαρος, μωρός, ανόητος (α. «μὴ ὥρασιν ἵκοιτο ὁ λῆρος ἐκεῑνος τοιαῡτα παιδεύων τὸ μειράκιον»,… …